Anonymous

κάρον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῦν " to "οῦν"
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κάρον]], το και [[κάρος]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] της οικογένειας τών σκιαδοφόρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Διοσκ.</b>) «[[κάρος]] [[σπερμάτιον]] ἐστὶ γνώριμον, ἀναλογοῦν
|mltxt=το (Α [[κάρον]], το και [[κάρος]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] της οικογένειας τών σκιαδοφόρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Διοσκ.</b>) «[[κάρος]] [[σπερμάτιον]] ἐστὶ γνώριμον, ἀναλογοῦνἀνίσῳ», πιθ. το [[κύμινο]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μεγάλη]] [[ἀκρίς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>κάρ</i><br />[[φθείρ]]», ίσως [[επειδή]] οι σπόροι του φυτού μοιάζουν με ψείρες. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]] «[[κεφάλι]]»].
ἀνίσῳ», πιθ. το [[κύμινο]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μεγάλη]] [[ἀκρίς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>κάρ</i><br />[[φθείρ]]», ίσως [[επειδή]] οι σπόροι του φυτού μοιάζουν με ψείρες. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]] «[[κεφάλι]]»].
}}
}}
{{etym
{{etym