3,274,873
edits
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=γλαυκειοῡς -ᾱ, -οῦν | |mltxt=γλαυκειοῡς -ᾱ, -οῦν(Α)<br />αυτός που έχει γλαυκό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλαυκός]]. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το [[ιμάτιο]], τον χιτώνα. Για τον σχηματισμό της λ. <b>[[πρβλ]].</b> <i>βατραχειούς</i>, [[φοινικιούς]], επίθετα [[επίσης]] δηλωτικά χρωμάτων]. | ||
}} | }} |