3,253,466
edits
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
m (Text replacement - "οῦνκ" to "οῦν κ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, και [[σάλπα]] και [[σάρπα]] Ν, και [[σάρπη]], και ως αρσ. σάλπης και [[σάλπος]], ὁ, Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του περκόμορφου ιχθύος Salpa boops, γνωστού με την [[λόγια]] [[ονομασία]] Βωξ η [[σάλπη]], συγγενικού της γόπας και κοινότατου στις ελληνικές θάλασσες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] [[ποιός]], ὅν καὶ | |mltxt=η, ΝΑ, και [[σάλπα]] και [[σάρπα]] Ν, και [[σάρπη]], και ως αρσ. σάλπης και [[σάλπος]], ὁ, Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του περκόμορφου ιχθύος Salpa boops, γνωστού με την [[λόγια]] [[ονομασία]] Βωξ η [[σάλπη]], συγγενικού της γόπας και κοινότατου στις ελληνικές θάλασσες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] [[ποιός]], ὅν καὶ βοῦν καλοῡσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από τον χώρο της Μεσογείου (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>salpa</i> / <i>sarpa</i>, γαλλ.-αγγλ. <i>saupe</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |