Anonymous

ὀργαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀργαίνω]] (Α) [[οργή]]<br /><b>1.</b> [[παροργίζω]], [[διεγείρω]] κάποιον<br /><b>2.</b> οργίζομαι («ἀλλ' οὐ γάρ, [[ὥσπερ]] [[εἶπον]], ὀργαίνειν καλὸν γυναῑκα νοῦνἔχουσαν», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[ὀργαίνω]] (Α) [[οργή]]<br /><b>1.</b> [[παροργίζω]], [[διεγείρω]] κάποιον<br /><b>2.</b> οργίζομαι («ἀλλ' οὐ γάρ, [[ὥσπερ]] [[εἶπον]], ὀργαίνειν καλὸν γυναῑκα νοῦν ἔχουσαν», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀργαίνω:''' ([[ὀργή]]), μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ὤργᾱνα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προκαλώ]] [[οργή]], [[εξοργίζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[γίνομαι]] ή είμαι οργισμένος, στον ίδ., Ευρ.
|lsmtext='''ὀργαίνω:''' ([[ὀργή]]), μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ὤργᾱνα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προκαλώ]] [[οργή]], [[εξοργίζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[γίνομαι]] ή είμαι οργισμένος, στον ίδ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{elru