Anonymous

ὀκέλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " »" to "»"
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - " »" to "»")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀκέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για ναύτη) [[ρίχνω]] το [[πλοίο]] στην [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[πέφτω]] στην [[ξηρά]], [[προσαράζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φτάνω]] («[[ἄλγημα]]... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.)<br /><b>4.</b> (με ηθ. σημ.) [[παραστρατώ]] («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης», Νικόλ. Δαμ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀκέλλω]] πλοῦν
|mltxt=[[ὀκέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για ναύτη) [[ρίχνω]] το [[πλοίο]] στην [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[πέφτω]] στην [[ξηρά]], [[προσαράζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φτάνω]] («[[ἄλγημα]]... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.)<br /><b>4.</b> (με ηθ. σημ.) [[παραστρατώ]] («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης», Νικόλ. Δαμ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀκέλλω]] πλοῦν» — [[διευθύνω]] το [[πλοίο]] ως [[πηδαλιούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κέλλω]].
» — [[διευθύνω]] το [[πλοίο]] ως [[πηδαλιούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κέλλω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm