Anonymous

νοῦς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " »" to "»"
mNo edit summary
m (Text replacement - " »" to "»")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. [[νόος]])<br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] του νοείν, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το αισθάνεσθαι, η [[δύναμη]] που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το [[σύνολο]] τών λειτουργιών του ανθρώπινου εγκεφάλου, [[νόηση]], [[διάνοια]] («τυφλὸς τὰ τ' ὦτα τον τε νοῦν τά τ' ὄμματ' εἶ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] διανοητική [[ικανότητα]], [[οξυδέρκεια]], [[ευφυΐα]]<br /><b>3.</b> το [[αποτέλεσμα]] του νοεῖν, [[διανόημα]], [[σκέψη]] (α. «[[άσκοπος]] ο [[νους]], [[διπλός]] ο [[κόπος]]» — λέγεται στην [[περίπτωση]] που [[κάποιος]] κοπιάζει [[μάταια]] [[επειδή]] ενεργεί απερίσκεπτα, παροιμ.<br />β. «ο [[νους]] του [[πάει]] [[πάντα]] στο [[κακό]]»)<br /><b>4.</b> η [[αξιοποίηση]] της ικανότητας στη [[σκέψη]] με αποτελεσματικό και επιτυχημένο τρόπο, [[σύνεση]], [[σωφροσύνη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω τον νου μου σε [[κάτι]] ή σε κάποιον» ή «ἔχω νοῦν» — έχω στραμμένη την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]] ή σε κάποιον, [[προσέχω]] ή [[φροντίζω]] [[κάτι]] ή κάποιον (α. «έχε τον νου σου στα [[παιδιά]] [[μέχρι]] να γυρίσω από τα ψώνια» β. «[[ὅπως]] μὴ oἱ Ἀθηναῑοι πρὸς τὰς ὁλκάδας μᾶλλον, ἢ πρὸς τὰς τριήρεις, νοῦν ἔχωσιν», <b>Θουκ.</b>)<br />β) «έχω νου» ή «κέκτημαι νοῦν» — [[είμαι]] [[συνετός]], [[σκέπτομαι]] σωστά και λογικά<br />γ) «έχω [[κατά]] νου» ή «έχω στον νου» ή «ἐν νόῳ ἔχω» — [[σκέπτομαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]], έχω σκοπό να [[κάνω]] [[κάτι]] («έν νόῳ ἔχουσα τείσεσθαι τὸν Κανδαύλεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[λέξη]] ή [[φράση]]) [[σημασία]], [[νόημα]] (α. «[[ποιος]] [[είναι]] ο [[νους]] του αρχαίου κειμένου;» β. «[[οὗτος]] ὁ [[νόος]] τοῦ ῥήματος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «[[νους]] [[υγιής]] εν σώματι υγιεί» — η διανοητική και σωματική [[ευεξία]] [[είναι]] αλληλένδετες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (φιλοσ.-ψυχολ.) το [[πλέγμα]] τών ικανοτήτων του ανθρώπου που συνδέονται με ενεργήματα όπως [[είναι]] η [[αντίληψη]], η [[ανάμνηση]], η [[μελέτη]], η [[αξιολόγηση]] και η [[απόφαση]] και που ανακλώνται σε «γεγονότα» όπως [[είναι]] οι αισθήσεις, οι αντιλήψεις, οι συγκινήσεις, η [[μνήμη]], οι επιθυμίες, διάφοροι τύποι συλλογισμού, κινήτρων, επιλογών, χαρακτηριστικών της προσωπικότητας [[καθώς]] και στο [[ασυνείδητο]]<br /><b>2.</b> [[άτομο]] με [[μεγάλη]] [[ικανότητα]] στη [[σκέψη]], [[βαθυστόχαστος]], [[έξυπνος]]<br /><b>3.</b> η διανοητική [[ενέργεια]], ο [[τρόπος]] με τον οποίο ένα [[σύνολο]] ατόμων με ειδική [[παιδεία]] ή [[απασχόληση]] αντιλαμβάνεται και κρίνει τα πράγματα («[[πολιτικός]] [[νους]]»)<br /><b>4.</b> [[προαίσθηση]]<br /><b>5.</b> [[φαντασία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κοινός]] νούς» — η [[ικανότητα]] του να σκέπτεται [[κανείς]] [[ορθά]] σύμφωνα με την [[κοινή]] [[αντίληψη]]<br />β) «λέω με τον νου μου» — [[σκέπτομαι]], [[λογαριάζω]]<br />γ) «τον νου σου!» — πρόσεχε<br />δ) «νά 'χουμε τον νου μας» — να είμαστε προσεκτικοί<br />ε) «έχει νου και ανανού» — [[είναι]] ευφυέστατος, [[είναι]] [[τετραπέρατος]]<br />στ) «[[κοντά]] στον νου κι η [[γνώση]]» — [[είναι]] ευνόητο και συνετό<br />ζ) «[[κάνω]] όξω νου» — [[είμαι]] [[αμέριμνος]]<br />η) «όξω νου και [[πέρα]] βρέχει» — [[είμαι]] εντελώς [[αδιάφορος]]<br />θ) «δεν είσαι με τον νου σου» — δεν έχεις τα λογικά σου<br />ι) «βγάλ'το από τον νου σου» — πάψε να το συζητάς, δεν γίνεται («δεν πρόκειται να πάμε [[σινεμά]] [[σήμερα]], βγαλ' το απ' τον νου σου»)<br />ια) «αποβγαίνω αχ' τον νου μου» — [[χάνω]] τα λογικά μου<br />ιβ) «[[βάζω]] με τον νου μου» ή «[[βάνω]] στον νου μου» — [[προτίθεμαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[σκοπεύω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />ιγ) «βάνει ο [[νους]] μου πόθο σε κάποιον» — έχω ερωτευθεί, [[ποθώ]] κάποιον<br />ιδ) «[[κομπώνω]] τον νου μου» — [[αυταπατώμαι]], ξεγελιέμαι<br />ιε) «σηκώνει ο [[νους]] μου» — τρελαίνομαι, [[χάνω]] τα λογικά μου<br />ιστ) «[[σηκώνω]] τον νου κάποιου»<br />i) [[καθιστώ]] κάποιον παράφρονα<br />ii) [[αφαιρώ]] από κάποιον τη [[δυνατότητα]] να σκεφθεί λογικά<br />iii) [[ξελογιάζω]], [[ξεμυαλίζω]] κάποιον ερωτικά<br />ιζ) «[[σκορπίζω]] τον νού μου» ή «έχω τον νου μου σκορπιστό» — μέ απασχολούν ταυτόχρονα πολλές σκέψεις<br />ιη) «[[σκορπίζω]] (ή [[διασκορπίζω]]) τον νου κάποιου» — [[αφαιρώ]] τη [[φρόνηση]] και τη [[λογική]] από κάποιον<br />ιθ) «[[υπολαμβάνω]] τον νου μου» — [[σκέπτομαι]], [[εξετάζω]] [[κάτι]]<br />κ) «έχω στον νου κάποιον (ή [[κάτι]])» ή «φέρει ο [[νους]] μου κάποιον (ή [[κάτι]])» — μού έρχεται [[κάτι]] στο [[μυαλό]], [[ανακαλώ]] στη [[μνήμη]] μου, [[θυμάμαι]]<br />κα) «φέρνει ο [[λογισμός]] στο ([[κατά]]) νου(ν)» — περνά μια [[σκέψη]] από το [[μυαλό]] μου<br />κβ) «[[χάνω]] τον νου μου»<br />i) ταράζομαι, αναστατώνομαι, [[σαστίζω]], τά [[χάνω]]<br />ii) [[χάνω]] τις αισθήσεις μου, [[λιποθυμώ]]<br />κγ) «ψηλώνει ο [[νους]] μου» — έχω μεγάλες φιλοδοξίες, [[στοχεύω]] πολύ [[ψηλά]]<br />κδ) «[[βάζω]] στον νου κάποιου [[κάτι]]» — [[υπενθυμίζω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[γνώμη]], [[απόφαση]]<br /><b>2.</b> [[τρόπος]] σκέψης, [[νοοτροπία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ανοίγω]] τον νου κάποιου» — [[διαφωτίζω]] κάποιον<br />β) «βάνει (ή βάλλει) ο [[νους]] μου»<br />i) [[νοιάζομαι]], [[σκέπτομαι]]<br />ii) [[φαντάζομαι]], [[αναλογίζομαι]]<br />iii) [[υπολογίζω]]<br />iv) [[υποπτεύομαι]]<br />γ) «[[βάνω]] στον νου» — [[συνειδητοποιώ]], [[κατανοώ]]<br />δ) «δίδει ο [[νους]] μου» — [[κάνω]] τη [[σκέψη]]<br />ε) «[[παίρνω]] τον νου κάποιου» — [[κάνω]] κάποιον να παραφρονήσει<br />στ) «[[χάνω]] τον νου μου» — [[παραφρονώ]]<br />ζ) «[[φέρνω]] στο ([[κατά]]) νου(ν)» — [[θυμάμαι]], [[αναλογίζομαι]]<br />η) «εις (τον) νου(ν) μου» ή «στον νου(ν) μου», ή «με τον νου(ν) μου» ή «[[μέσα]] στον νου(ν) μου»<br />i) στο [[μυαλό]] μου, ενδόμυχα<br />ii) με τη [[φαντασία]] μου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πρόνοια]]<br /><b>2.</b> ψυχική [[διάθεση]]<br /><b>3.</b> [[συνείδηση]]<br /><b>4.</b> [[φιλοδοξία]]<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τη χριστιανική [[αντίληψη]]) ο [[θεός]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ Νόες</i><br />οι αγγελικές δυνάμεις<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀναβιβάζει ὁ νοῦς μου» — [[κρίνω]]<br />β) «ἀπαφήνω νοῦν» — [[λιποθυμώ]]<br />γ) «βάνει μὲ ὁ νοῡς» — [[παίρνω]] την [[απόφαση]]<br />δ) «[[βάνω]] ἄλλον νοῡ» — [[αναθεωρώ]] τις απόψεις μου, [[αλλάζω]] [[γνώμη]]<br />ε) «[[βάνω]] νοῦν» — [[αποφασίζω]]<br />στ) «βαρῶ τὸν νοῦν κάποιου» — [[προκαλώ]] [[αίσθημα]] ανίας, [[κουράζω]]<br />ζ) «[[γεμίζω]] στὸ νοῡ μου» — [[κάνω]] τη [[σκέψη]], [[εξετάζω]] το ενδεχόμενο<br />η) «δὲν μὲ χωρεῑ ὁ νοῦς μου» — δεν αρκούμαι σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ανήσυχος]], έχω ανικανοποίητο χαρακτήρα<br />θ) «δίδει ὁ νοῦς μου» — [[χαίρομαι]], [[ξεδίνω]]<br />ι) «[[εἶναι]] ὁ νοῦς μου εἰς...»<br />i) [[σκέπτομαι]] [[κάτι]]<br />ii) [[συμφωνώ]], συγκατατίθεμαι<br />iii) [[αποφασίζω]] [[κάτι]]<br />ια) «[[εμβάζω]] [[κάτι]] εἰς νοῦν» — [[επιδιώκω]] [[κάτι]]<br />ιβ) «[[ἔρχομαι]] εἰς (τὸν) (ή [[κατά]]) νοῦν»<br />i) [[συνέρχομαι]] ύστερα από [[λιποθυμία]]<br />ii) [[συνέρχομαι]] ύστερα από ξαφνικό και δυσάρεστο [[γεγονός]]<br />ιγ) «ἔχω εἰς τὸν νοῦν μου»<br />i) έχω υπ' όψιν μου<br />ii) [[γνωρίζω]]<br />ιδ) «κατερωτῶ τὸν νοῦν» — [[απορώ]], [[θαυμάζω]]<br />ιε) «κεῑται ὁ νοῦς μου σὲ [[κάτι]]» — [[σκοπεύω]], [[σχεδιάζω]] [[κάτι]]<br />ιστ) «κρατῶ στὸν νοῡ μου» — [[θυμάμαι]]<br />ιζ) «ὀρθώνω τὸν νοῦν» — [[εντείνω]] την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]]<br />ιη) «ορμᾱ (μου) ὁ νοῦς (πρὸς) [[κάτι]]» — [[αισθάνομαι]] την [[επιθυμία]] ή την [[ανάγκη]] για [[κάτι]]<br />ιθ) «ἔχω τὴν [[ὁρμή]] τοῦ νοός πρὸς [[κάτι]]»<br />i) [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]]<br />ii) [[αναλαμβάνω]] πολεμική [[επιχείρηση]]<br />κ) «παίρνεται ὁ νοῦς μου» — αναστατώνομαι, τά [[χάνω]]<br />κα) «παρέρχεται ὁ νοῦς μου» — ταράζομαι, αναστατώνομαι<br />κβ) «[[ρίπτω]] ἐκ τὸν νοῦν μου [[κάτι]]» — [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]]<br />κγ) «[[στήνω]] τὸν νοῦν μου» — [[δίδω]] [[μεγάλη]] [[προσοχή]], συγκεντρώνομαι<br />κδ) «[[συμφέρω]] τὸν νοῦν μου»<br />i) [[ξαναβρίσκω]] τις αισθήσεις μου, [[συνέρχομαι]]<br />ii) [[εξετάζω]] [[κάτι]] πιο λογικά<br />κε) «φεύγει ὁ νοῦς μου» — [[χάνω]] τις αισθήσεις μου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σκοπός]], [[επιδίωξη]] («ἡμῑν... ἐν νόῳ ἐγένετο εἰπεῖν ταῡτα» <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[καρδιά]], ως [[έδρα]] των αισθήσεων («έν στήθεσσιν [[ἀτάρβητος]] [[νόος]] ἐστί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) ο [[λογισμός]], η [[λογική]] ως η δρώσα [[αρχή]] του σύμπαντος<br />β) (στον Αναξαγόρα) η [[δύναμη]] η οποία επενήργησε στα [[πρώτα]] στοιχειώδη μόρια της ύλης<br />γ) ([[κατά]] τον Πυθαγόρα) [[ονομασία]] της μονάδας<br /><b>3.</b> [[σχέδιο]] («σὺ δὲ oἱ νόον οὐκ ἐτέλεσσας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν νόῳ [[λαμβάνω]] τι» — [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]], [[κατανοώ]]<br />β) «νοῦν κέκτημαι» — [[είμαι]] [[συνετός]]<br />γ) «ἔχει νοῦν
|mltxt=ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. [[νόος]])<br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] του νοείν, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το αισθάνεσθαι, η [[δύναμη]] που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το [[σύνολο]] τών λειτουργιών του ανθρώπινου εγκεφάλου, [[νόηση]], [[διάνοια]] («τυφλὸς τὰ τ' ὦτα τον τε νοῦν τά τ' ὄμματ' εἶ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] διανοητική [[ικανότητα]], [[οξυδέρκεια]], [[ευφυΐα]]<br /><b>3.</b> το [[αποτέλεσμα]] του νοεῖν, [[διανόημα]], [[σκέψη]] (α. «[[άσκοπος]] ο [[νους]], [[διπλός]] ο [[κόπος]]» — λέγεται στην [[περίπτωση]] που [[κάποιος]] κοπιάζει [[μάταια]] [[επειδή]] ενεργεί απερίσκεπτα, παροιμ.<br />β. «ο [[νους]] του [[πάει]] [[πάντα]] στο [[κακό]]»)<br /><b>4.</b> η [[αξιοποίηση]] της ικανότητας στη [[σκέψη]] με αποτελεσματικό και επιτυχημένο τρόπο, [[σύνεση]], [[σωφροσύνη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω τον νου μου σε [[κάτι]] ή σε κάποιον» ή «ἔχω νοῦν» — έχω στραμμένη την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]] ή σε κάποιον, [[προσέχω]] ή [[φροντίζω]] [[κάτι]] ή κάποιον (α. «έχε τον νου σου στα [[παιδιά]] [[μέχρι]] να γυρίσω από τα ψώνια» β. «[[ὅπως]] μὴ oἱ Ἀθηναῑοι πρὸς τὰς ὁλκάδας μᾶλλον, ἢ πρὸς τὰς τριήρεις, νοῦν ἔχωσιν», <b>Θουκ.</b>)<br />β) «έχω νου» ή «κέκτημαι νοῦν» — [[είμαι]] [[συνετός]], [[σκέπτομαι]] σωστά και λογικά<br />γ) «έχω [[κατά]] νου» ή «έχω στον νου» ή «ἐν νόῳ ἔχω» — [[σκέπτομαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]], έχω σκοπό να [[κάνω]] [[κάτι]] («έν νόῳ ἔχουσα τείσεσθαι τὸν Κανδαύλεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[λέξη]] ή [[φράση]]) [[σημασία]], [[νόημα]] (α. «[[ποιος]] [[είναι]] ο [[νους]] του αρχαίου κειμένου;» β. «[[οὗτος]] ὁ [[νόος]] τοῦ ῥήματος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «[[νους]] [[υγιής]] εν σώματι υγιεί» — η διανοητική και σωματική [[ευεξία]] [[είναι]] αλληλένδετες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (φιλοσ.-ψυχολ.) το [[πλέγμα]] τών ικανοτήτων του ανθρώπου που συνδέονται με ενεργήματα όπως [[είναι]] η [[αντίληψη]], η [[ανάμνηση]], η [[μελέτη]], η [[αξιολόγηση]] και η [[απόφαση]] και που ανακλώνται σε «γεγονότα» όπως [[είναι]] οι αισθήσεις, οι αντιλήψεις, οι συγκινήσεις, η [[μνήμη]], οι επιθυμίες, διάφοροι τύποι συλλογισμού, κινήτρων, επιλογών, χαρακτηριστικών της προσωπικότητας [[καθώς]] και στο [[ασυνείδητο]]<br /><b>2.</b> [[άτομο]] με [[μεγάλη]] [[ικανότητα]] στη [[σκέψη]], [[βαθυστόχαστος]], [[έξυπνος]]<br /><b>3.</b> η διανοητική [[ενέργεια]], ο [[τρόπος]] με τον οποίο ένα [[σύνολο]] ατόμων με ειδική [[παιδεία]] ή [[απασχόληση]] αντιλαμβάνεται και κρίνει τα πράγματα («[[πολιτικός]] [[νους]]»)<br /><b>4.</b> [[προαίσθηση]]<br /><b>5.</b> [[φαντασία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κοινός]] νούς» — η [[ικανότητα]] του να σκέπτεται [[κανείς]] [[ορθά]] σύμφωνα με την [[κοινή]] [[αντίληψη]]<br />β) «λέω με τον νου μου» — [[σκέπτομαι]], [[λογαριάζω]]<br />γ) «τον νου σου!» — πρόσεχε<br />δ) «νά 'χουμε τον νου μας» — να είμαστε προσεκτικοί<br />ε) «έχει νου και ανανού» — [[είναι]] ευφυέστατος, [[είναι]] [[τετραπέρατος]]<br />στ) «[[κοντά]] στον νου κι η [[γνώση]]» — [[είναι]] ευνόητο και συνετό<br />ζ) «[[κάνω]] όξω νου» — [[είμαι]] [[αμέριμνος]]<br />η) «όξω νου και [[πέρα]] βρέχει» — [[είμαι]] εντελώς [[αδιάφορος]]<br />θ) «δεν είσαι με τον νου σου» — δεν έχεις τα λογικά σου<br />ι) «βγάλ'το από τον νου σου» — πάψε να το συζητάς, δεν γίνεται («δεν πρόκειται να πάμε [[σινεμά]] [[σήμερα]], βγαλ' το απ' τον νου σου»)<br />ια) «αποβγαίνω αχ' τον νου μου» — [[χάνω]] τα λογικά μου<br />ιβ) «[[βάζω]] με τον νου μου» ή «[[βάνω]] στον νου μου» — [[προτίθεμαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[σκοπεύω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />ιγ) «βάνει ο [[νους]] μου πόθο σε κάποιον» — έχω ερωτευθεί, [[ποθώ]] κάποιον<br />ιδ) «[[κομπώνω]] τον νου μου» — [[αυταπατώμαι]], ξεγελιέμαι<br />ιε) «σηκώνει ο [[νους]] μου» — τρελαίνομαι, [[χάνω]] τα λογικά μου<br />ιστ) «[[σηκώνω]] τον νου κάποιου»<br />i) [[καθιστώ]] κάποιον παράφρονα<br />ii) [[αφαιρώ]] από κάποιον τη [[δυνατότητα]] να σκεφθεί λογικά<br />iii) [[ξελογιάζω]], [[ξεμυαλίζω]] κάποιον ερωτικά<br />ιζ) «[[σκορπίζω]] τον νού μου» ή «έχω τον νου μου σκορπιστό» — μέ απασχολούν ταυτόχρονα πολλές σκέψεις<br />ιη) «[[σκορπίζω]] (ή [[διασκορπίζω]]) τον νου κάποιου» — [[αφαιρώ]] τη [[φρόνηση]] και τη [[λογική]] από κάποιον<br />ιθ) «[[υπολαμβάνω]] τον νου μου» — [[σκέπτομαι]], [[εξετάζω]] [[κάτι]]<br />κ) «έχω στον νου κάποιον (ή [[κάτι]])» ή «φέρει ο [[νους]] μου κάποιον (ή [[κάτι]])» — μού έρχεται [[κάτι]] στο [[μυαλό]], [[ανακαλώ]] στη [[μνήμη]] μου, [[θυμάμαι]]<br />κα) «φέρνει ο [[λογισμός]] στο ([[κατά]]) νου(ν)» — περνά μια [[σκέψη]] από το [[μυαλό]] μου<br />κβ) «[[χάνω]] τον νου μου»<br />i) ταράζομαι, αναστατώνομαι, [[σαστίζω]], τά [[χάνω]]<br />ii) [[χάνω]] τις αισθήσεις μου, [[λιποθυμώ]]<br />κγ) «ψηλώνει ο [[νους]] μου» — έχω μεγάλες φιλοδοξίες, [[στοχεύω]] πολύ [[ψηλά]]<br />κδ) «[[βάζω]] στον νου κάποιου [[κάτι]]» — [[υπενθυμίζω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[γνώμη]], [[απόφαση]]<br /><b>2.</b> [[τρόπος]] σκέψης, [[νοοτροπία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ανοίγω]] τον νου κάποιου» — [[διαφωτίζω]] κάποιον<br />β) «βάνει (ή βάλλει) ο [[νους]] μου»<br />i) [[νοιάζομαι]], [[σκέπτομαι]]<br />ii) [[φαντάζομαι]], [[αναλογίζομαι]]<br />iii) [[υπολογίζω]]<br />iv) [[υποπτεύομαι]]<br />γ) «[[βάνω]] στον νου» — [[συνειδητοποιώ]], [[κατανοώ]]<br />δ) «δίδει ο [[νους]] μου» — [[κάνω]] τη [[σκέψη]]<br />ε) «[[παίρνω]] τον νου κάποιου» — [[κάνω]] κάποιον να παραφρονήσει<br />στ) «[[χάνω]] τον νου μου» — [[παραφρονώ]]<br />ζ) «[[φέρνω]] στο ([[κατά]]) νου(ν)» — [[θυμάμαι]], [[αναλογίζομαι]]<br />η) «εις (τον) νου(ν) μου» ή «στον νου(ν) μου», ή «με τον νου(ν) μου» ή «[[μέσα]] στον νου(ν) μου»<br />i) στο [[μυαλό]] μου, ενδόμυχα<br />ii) με τη [[φαντασία]] μου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πρόνοια]]<br /><b>2.</b> ψυχική [[διάθεση]]<br /><b>3.</b> [[συνείδηση]]<br /><b>4.</b> [[φιλοδοξία]]<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τη χριστιανική [[αντίληψη]]) ο [[θεός]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ Νόες</i><br />οι αγγελικές δυνάμεις<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀναβιβάζει ὁ νοῦς μου» — [[κρίνω]]<br />β) «ἀπαφήνω νοῦν» — [[λιποθυμώ]]<br />γ) «βάνει μὲ ὁ νοῡς» — [[παίρνω]] την [[απόφαση]]<br />δ) «[[βάνω]] ἄλλον νοῡ» — [[αναθεωρώ]] τις απόψεις μου, [[αλλάζω]] [[γνώμη]]<br />ε) «[[βάνω]] νοῦν» — [[αποφασίζω]]<br />στ) «βαρῶ τὸν νοῦν κάποιου» — [[προκαλώ]] [[αίσθημα]] ανίας, [[κουράζω]]<br />ζ) «[[γεμίζω]] στὸ νοῡ μου» — [[κάνω]] τη [[σκέψη]], [[εξετάζω]] το ενδεχόμενο<br />η) «δὲν μὲ χωρεῑ ὁ νοῦς μου» — δεν αρκούμαι σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ανήσυχος]], έχω ανικανοποίητο χαρακτήρα<br />θ) «δίδει ὁ νοῦς μου» — [[χαίρομαι]], [[ξεδίνω]]<br />ι) «[[εἶναι]] ὁ νοῦς μου εἰς...»<br />i) [[σκέπτομαι]] [[κάτι]]<br />ii) [[συμφωνώ]], συγκατατίθεμαι<br />iii) [[αποφασίζω]] [[κάτι]]<br />ια) «[[εμβάζω]] [[κάτι]] εἰς νοῦν» — [[επιδιώκω]] [[κάτι]]<br />ιβ) «[[ἔρχομαι]] εἰς (τὸν) (ή [[κατά]]) νοῦν»<br />i) [[συνέρχομαι]] ύστερα από [[λιποθυμία]]<br />ii) [[συνέρχομαι]] ύστερα από ξαφνικό και δυσάρεστο [[γεγονός]]<br />ιγ) «ἔχω εἰς τὸν νοῦν μου»<br />i) έχω υπ' όψιν μου<br />ii) [[γνωρίζω]]<br />ιδ) «κατερωτῶ τὸν νοῦν» — [[απορώ]], [[θαυμάζω]]<br />ιε) «κεῑται ὁ νοῦς μου σὲ [[κάτι]]» — [[σκοπεύω]], [[σχεδιάζω]] [[κάτι]]<br />ιστ) «κρατῶ στὸν νοῡ μου» — [[θυμάμαι]]<br />ιζ) «ὀρθώνω τὸν νοῦν» — [[εντείνω]] την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]]<br />ιη) «ορμᾱ (μου) ὁ νοῦς (πρὸς) [[κάτι]]» — [[αισθάνομαι]] την [[επιθυμία]] ή την [[ανάγκη]] για [[κάτι]]<br />ιθ) «ἔχω τὴν [[ὁρμή]] τοῦ νοός πρὸς [[κάτι]]»<br />i) [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]]<br />ii) [[αναλαμβάνω]] πολεμική [[επιχείρηση]]<br />κ) «παίρνεται ὁ νοῦς μου» — αναστατώνομαι, τά [[χάνω]]<br />κα) «παρέρχεται ὁ νοῦς μου» — ταράζομαι, αναστατώνομαι<br />κβ) «[[ρίπτω]] ἐκ τὸν νοῦν μου [[κάτι]]» — [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]]<br />κγ) «[[στήνω]] τὸν νοῦν μου» — [[δίδω]] [[μεγάλη]] [[προσοχή]], συγκεντρώνομαι<br />κδ) «[[συμφέρω]] τὸν νοῦν μου»<br />i) [[ξαναβρίσκω]] τις αισθήσεις μου, [[συνέρχομαι]]<br />ii) [[εξετάζω]] [[κάτι]] πιο λογικά<br />κε) «φεύγει ὁ νοῦς μου» — [[χάνω]] τις αισθήσεις μου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σκοπός]], [[επιδίωξη]] («ἡμῑν... ἐν νόῳ ἐγένετο εἰπεῖν ταῡτα» <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[καρδιά]], ως [[έδρα]] των αισθήσεων («έν στήθεσσιν [[ἀτάρβητος]] [[νόος]] ἐστί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) ο [[λογισμός]], η [[λογική]] ως η δρώσα [[αρχή]] του σύμπαντος<br />β) (στον Αναξαγόρα) η [[δύναμη]] η οποία επενήργησε στα [[πρώτα]] στοιχειώδη μόρια της ύλης<br />γ) ([[κατά]] τον Πυθαγόρα) [[ονομασία]] της μονάδας<br /><b>3.</b> [[σχέδιο]] («σὺ δὲ oἱ νόον οὐκ ἐτέλεσσας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν νόῳ [[λαμβάνω]] τι» — [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]], [[κατανοώ]]<br />β) «νοῦν κέκτημαι» — [[είμαι]] [[συνετός]]<br />γ) «ἔχει νοῦν»<br />(ως απρόσ.) έχει [[λογική]], έχει [[νόημα]]<br />δ) «κατὰ νοῦν» — σύμφωνα με τις διαθέσεις κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε θ. με -<i>F</i>- <i>voF</i>- και συνδέεται με γοτθ. <i>snutrs</i> «[[φρόνιμος]], [[έξυπνος]]», [[παρά]] τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει η [[σύνδεση]] αυτή. Η [[μαρτυρία]] όμως στη Μυκηναϊκή ορισμένων ανθρωπωνυμίων, <b>πρβλ.</b> <i>wipinoo</i> = <i>Fιφίνοος</i>, <i>aikinoo που</i> δεν εμφανίζουν -<i>F</i>- (το <i>F</i> δηλώνεται κανονικώς στη μυκην. γραμμ. [[γραφή]] Β), αν συνδεθούν με το [[νόος]], αποκλείουν την [[άποψη]] ότι η λ. ανάγεται σε θ. με -<i>F</i>- (στο ανθρωπωνύμιο <i>ΠoλυνόFa</i> το -<i>F</i>- οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους). Εκτός αν, όπως υποστηρίζεται, τα μυκηναϊκά ανθρωπωνύμια σε -<i>νοος</i> συνδέονται με το ρ. [[νέομαι]] «[[επιστρέφω]], [[γυρίζω]]» — όπως και το ρ. <i>νοώ</i> συνδέεται, κατ' άλλους, με το γοτθ. <i>nasjan</i> «[[σώζω]]», [[οπότε]] [[πρέπει]] να δεχθούμε [[εξέλιξη]] από τη σημ. «[[σώζω]]» στη σημ. «[[παρατηρώ]]», ανάλογη με εκείνην του λατ. <i>servo</i> «[[διαφυλάσσω]], [[διασώζω]]» και «[[παρατηρώ]], [[θεωρώ]]». Έχουν διατυπωθεί και άλλες απόψεις, [[εξίσου]] αβέβαιες, όπως η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[νεύω]] «[[κουνώ]] το [[κεφάλι]] με ιδιαίτερο [[νόημα]], με ιδιαίτερη [[σημασία]]», με τη λ. [[πινυτός]] «[[έξυπνος]]», το κρητικό [[νύναμαι]] «[[μπορώ]]» και το ρ. <i>νέω</i> (Ι) «[[κολυμπώ]]». Τέλος, η λ. έχει αναχθεί σε θ. <i>voy</i>-, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>naya</i>- «[[οδηγία]]». Η λ. [[νόος]] / [[νοῦς]] με σημ. «[[εξυπνάδα]], [[πνεύμα]]» ενέχει και μια συναισθηματική [[χροιά]] «ψυχική [[διάθεση]], [[τάση]]», [[κατά]] την οποία καλύπτει [[κατά]] ένα [[μέρος]] τη σημ. της λ. [[θυμός]]. Στους μτγν. χρόνους η λ. [[νοῦς]] χρησιμοποιήθηκε ως [[φιλοσοφικός]] όρος για να δηλώσει την υπέρτατη [[δύναμη]]. Η λ., [[τέλος]], εμφανίζεται ως β' συνθετικό στα ανθρωπωνύμια <i>Ἀλκίνοος</i>, <i>Ἀρσίνοος</i>, <i>Ἀριστόνους</i>, <i>Εὔνοος</i>, <i>Πραξινόη</i> κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νοερός]], <i>νοώ</i> (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[νοηρός]], [[νοήρης]], <i>νοΐδιον</i><br /><b>μσν.</b><br />[[νοϊκός]], <i>νοώ</i> (ΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[νουθετώ]], [[νουνεχής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νοοβλαβής]], [[νοοειδής]], [[νοόπλαγκτος]], [[νοοπλανής]], [[νοόπληκτος]], [[νοοπλήξ]], [[νοοποιός]], [[νοοσύνθετος]], [[νοοσφαλής]], [[νουβυστικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νοογάστωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νοολογία]], [[νοομαντεία]], [[νοομάντης]]. (Β' συνθετικό -[[νους]]) [[κουφόνους]], [[κρυψίνους]], [[οξύνους]], [[σύννους]], [[υψίνους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυτόνους]], [[βλαιτόνους]], [[γλυκύνους]], [[δοκησίνους]], <i>εμβαθύνους</i>, [[εύνους]], [[θελξίνους]], [[θερμόνους]], [[θηλύνους]], [[ιμερόνους]], [[κακόνους]], [[καχυπόνους]], [[κρυφόνους]], [[ποικιλόνους]], [[σοφόνους]], [[στερρόνους]], <i>τελεσίνους</i>, [[υγρόνους]], [[υπέρνους]], [[υψηλόνους]], [[φαιδρόνους]] [[φαυλόνους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγχίνους]], [[αμβλύνους]], [[άνους]], [[βαθύνους]], [[βραδύνους]], [[ελαφρόνους]], <i>ευρύνους</i>, [[μεγαλόνους]], [[μικρόνους]], [[παχύνους]], [[περίνους]], [[ταχύνους]]. (Β' συνθετικό -<i>νοος</i>) <b>αρχ.</b> <i>αγριόνοος</i>, <i>αγχίνοος</i>, <i>αεξίνοος</i>, <i>αερσίνοος</i>, [[αθελξίνοος]], <i>αλιτρόνοος</i>, <i>αμαρτίνοος</i>, <i>αμερσίνοος</i>, [[αμφίνοος]], <i>ανθρωπόνοος</i>, [[άνοος]], [[αντίνοος]], <i>αριστόνοος</i>, [[αρτίνοος]], <i>ασύννοος</i>, <i>αυτόνοος</i>, [[βαθύνοος]], [[βραδύνοος]], [[βριθύνοος]], [[διχόνοος]], [[δύσνοος]], [[εγερσίνοος]], <i>έκνοος</i>, <i>ελαφρόνοος</i>, <i>έννοος</i>, <i>εύνοος</i>, [[ευρύνοος]], [[θελξίνοος]], [[θηλύνοος]], <i>ιθύνοος</i>, [[κακόνοος]], [[καχυπόνοος]], [[κλεψίνοος]], [[κλυτόνοος]], [[κουφόνοος]], [[κρυψίνοος]], [[μεγαλόνοος]], [[μυχόνοος]], <i>ομόνοος</i>, <i>οψίνοος</i>, [[παράνοος]], [[παχύνοος]], [[περίνοος]], [[περισσόνοος]], [[πολύνοος]], [[πραΰνοος]], [[πρόνοος]], <i>ρηξίνοος</i>, [[σοφόνοος]], [[σύννοος]], [[τερψίνοος]], <i>υγρόνοος</i>, <i>υψηλόνοος</i>, <i>υψίνοος</i>, [[ωκύνοος]]].
»<br />(ως απρόσ.) έχει [[λογική]], έχει [[νόημα]]<br />δ) «κατὰ νοῦν» — σύμφωνα με τις διαθέσεις κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε θ. με -<i>F</i>- <i>voF</i>- και συνδέεται με γοτθ. <i>snutrs</i> «[[φρόνιμος]], [[έξυπνος]]», [[παρά]] τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει η [[σύνδεση]] αυτή. Η [[μαρτυρία]] όμως στη Μυκηναϊκή ορισμένων ανθρωπωνυμίων, <b>πρβλ.</b> <i>wipinoo</i> = <i>Fιφίνοος</i>, <i>aikinoo που</i> δεν εμφανίζουν -<i>F</i>- (το <i>F</i> δηλώνεται κανονικώς στη μυκην. γραμμ. [[γραφή]] Β), αν συνδεθούν με το [[νόος]], αποκλείουν την [[άποψη]] ότι η λ. ανάγεται σε θ. με -<i>F</i>- (στο ανθρωπωνύμιο <i>ΠoλυνόFa</i> το -<i>F</i>- οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους). Εκτός αν, όπως υποστηρίζεται, τα μυκηναϊκά ανθρωπωνύμια σε -<i>νοος</i> συνδέονται με το ρ. [[νέομαι]] «[[επιστρέφω]], [[γυρίζω]]» — όπως και το ρ. <i>νοώ</i> συνδέεται, κατ' άλλους, με το γοτθ. <i>nasjan</i> «[[σώζω]]», [[οπότε]] [[πρέπει]] να δεχθούμε [[εξέλιξη]] από τη σημ. «[[σώζω]]» στη σημ. «[[παρατηρώ]]», ανάλογη με εκείνην του λατ. <i>servo</i> «[[διαφυλάσσω]], [[διασώζω]]» και «[[παρατηρώ]], [[θεωρώ]]». Έχουν διατυπωθεί και άλλες απόψεις, [[εξίσου]] αβέβαιες, όπως η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[νεύω]] «[[κουνώ]] το [[κεφάλι]] με ιδιαίτερο [[νόημα]], με ιδιαίτερη [[σημασία]]», με τη λ. [[πινυτός]] «[[έξυπνος]]», το κρητικό [[νύναμαι]] «[[μπορώ]]» και το ρ. <i>νέω</i> (Ι) «[[κολυμπώ]]». Τέλος, η λ. έχει αναχθεί σε θ. <i>voy</i>-, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>naya</i>- «[[οδηγία]]». Η λ. [[νόος]] / [[νοῦς]] με σημ. «[[εξυπνάδα]], [[πνεύμα]]» ενέχει και μια συναισθηματική [[χροιά]] «ψυχική [[διάθεση]], [[τάση]]», [[κατά]] την οποία καλύπτει [[κατά]] ένα [[μέρος]] τη σημ. της λ. [[θυμός]]. Στους μτγν. χρόνους η λ. [[νοῦς]] χρησιμοποιήθηκε ως [[φιλοσοφικός]] όρος για να δηλώσει την υπέρτατη [[δύναμη]]. Η λ., [[τέλος]], εμφανίζεται ως β' συνθετικό στα ανθρωπωνύμια <i>Ἀλκίνοος</i>, <i>Ἀρσίνοος</i>, <i>Ἀριστόνους</i>, <i>Εὔνοος</i>, <i>Πραξινόη</i> κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νοερός]], <i>νοώ</i> (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[νοηρός]], [[νοήρης]], <i>νοΐδιον</i><br /><b>μσν.</b><br />[[νοϊκός]], <i>νοώ</i> (ΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[νουθετώ]], [[νουνεχής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νοοβλαβής]], [[νοοειδής]], [[νοόπλαγκτος]], [[νοοπλανής]], [[νοόπληκτος]], [[νοοπλήξ]], [[νοοποιός]], [[νοοσύνθετος]], [[νοοσφαλής]], [[νουβυστικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νοογάστωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νοολογία]], [[νοομαντεία]], [[νοομάντης]]. (Β' συνθετικό -[[νους]]) [[κουφόνους]], [[κρυψίνους]], [[οξύνους]], [[σύννους]], [[υψίνους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυτόνους]], [[βλαιτόνους]], [[γλυκύνους]], [[δοκησίνους]], <i>εμβαθύνους</i>, [[εύνους]], [[θελξίνους]], [[θερμόνους]], [[θηλύνους]], [[ιμερόνους]], [[κακόνους]], [[καχυπόνους]], [[κρυφόνους]], [[ποικιλόνους]], [[σοφόνους]], [[στερρόνους]], <i>τελεσίνους</i>, [[υγρόνους]], [[υπέρνους]], [[υψηλόνους]], [[φαιδρόνους]] [[φαυλόνους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγχίνους]], [[αμβλύνους]], [[άνους]], [[βαθύνους]], [[βραδύνους]], [[ελαφρόνους]], <i>ευρύνους</i>, [[μεγαλόνους]], [[μικρόνους]], [[παχύνους]], [[περίνους]], [[ταχύνους]]. (Β' συνθετικό -<i>νοος</i>) <b>αρχ.</b> <i>αγριόνοος</i>, <i>αγχίνοος</i>, <i>αεξίνοος</i>, <i>αερσίνοος</i>, [[αθελξίνοος]], <i>αλιτρόνοος</i>, <i>αμαρτίνοος</i>, <i>αμερσίνοος</i>, [[αμφίνοος]], <i>ανθρωπόνοος</i>, [[άνοος]], [[αντίνοος]], <i>αριστόνοος</i>, [[αρτίνοος]], <i>ασύννοος</i>, <i>αυτόνοος</i>, [[βαθύνοος]], [[βραδύνοος]], [[βριθύνοος]], [[διχόνοος]], [[δύσνοος]], [[εγερσίνοος]], <i>έκνοος</i>, <i>ελαφρόνοος</i>, <i>έννοος</i>, <i>εύνοος</i>, [[ευρύνοος]], [[θελξίνοος]], [[θηλύνοος]], <i>ιθύνοος</i>, [[κακόνοος]], [[καχυπόνοος]], [[κλεψίνοος]], [[κλυτόνοος]], [[κουφόνοος]], [[κρυψίνοος]], [[μεγαλόνοος]], [[μυχόνοος]], <i>ομόνοος</i>, <i>οψίνοος</i>, [[παράνοος]], [[παχύνοος]], [[περίνοος]], [[περισσόνοος]], [[πολύνοος]], [[πραΰνοος]], [[πρόνοος]], <i>ρηξίνοος</i>, [[σοφόνοος]], [[σύννοος]], [[τερψίνοος]], <i>υγρόνοος</i>, <i>υψηλόνοος</i>, <i>υψίνοος</i>, [[ωκύνοος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm