Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλάμη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " »" to "»"
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - " »" to "»")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλάμη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[στέλεχος]] του σταχιού τών σιτηρών, [[κυρίως]] του σταριού<br /><b>2.</b> ό,τι απομένει από τα στάχια στο [[έδαφος]] [[μετά]] τον θερισμό, η [[καλαμιά]], το [[άχυρο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[λείψανο]], [[νεκρός]], [[πτώμα]]<br /><b>4.</b> [[κάλαμος]], [[καλάμι]]<br /><b>5.</b> (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη νεανική [[δύναμη]], τα υπολείμματα της νεότητας («καλάμην γέ σ' ὀΐομαι εἰσορῶντα γιγνώσκειν» — [[νομίζω]] ότι εσύ βλέποντας το [[καλάμι]] του σταριού, δηλ. τα υπολείμματα της νεανικής μου δύναμης, καταλαβαίνεις τί ήμουν όταν βρισκόμουν στην [[ακμή]] μου, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσθαι» — το να κρίνει [[κανείς]] από τα υπολείμματα<br />β) «πυροὺς ἐπὶ [[καλάμη]] ἀροῦν
|mltxt=[[καλάμη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[στέλεχος]] του σταχιού τών σιτηρών, [[κυρίως]] του σταριού<br /><b>2.</b> ό,τι απομένει από τα στάχια στο [[έδαφος]] [[μετά]] τον θερισμό, η [[καλαμιά]], το [[άχυρο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[λείψανο]], [[νεκρός]], [[πτώμα]]<br /><b>4.</b> [[κάλαμος]], [[καλάμι]]<br /><b>5.</b> (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη νεανική [[δύναμη]], τα υπολείμματα της νεότητας («καλάμην γέ σ' ὀΐομαι εἰσορῶντα γιγνώσκειν» — [[νομίζω]] ότι εσύ βλέποντας το [[καλάμι]] του σταριού, δηλ. τα υπολείμματα της νεανικής μου δύναμης, καταλαβαίνεις τί ήμουν όταν βρισκόμουν στην [[ακμή]] μου, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσθαι» — το να κρίνει [[κανείς]] από τα υπολείμματα<br />β) «πυροὺς ἐπὶ [[καλάμη]] ἀροῦν»<br />(για άπληστους γεωργούς) από [[απληστία]] σπέρνουν αδιάκοπα και δεν αφήνουν τη γη να ξεκουραστεί<br /><b>7.</b> «κολχὶς [[καλάμη]]» — το [[λινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κάλαμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καλαμίτιδα]] (-<i>ίτις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλαμαίος]], [[καλαμευτής]], [[καλάμιον]], [[καλαμώμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καλαμανθήλη]], [[καλαμητόμος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λινοκαλάμη]], [[Νειλοκαλάμη]].
»<br />(για άπληστους γεωργούς) από [[απληστία]] σπέρνουν αδιάκοπα και δεν αφήνουν τη γη να ξεκουραστεί<br /><b>7.</b> «κολχὶς [[καλάμη]]» — το [[λινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κάλαμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καλαμίτιδα]] (-<i>ίτις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλαμαίος]], [[καλαμευτής]], [[καλάμιον]], [[καλαμώμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καλαμανθήλη]], [[καλαμητόμος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λινοκαλάμη]], [[Νειλοκαλάμη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm