3,258,334
edits
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα") |
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ, και αττ. τ. [[προτανεύω]] και φωκ. τ. βρυτανεύω Α<br />(στην αρχ. Αθήνα) (για [[φυλή]] ή για πρόσ.) [[ασκώ]] το [[αξίωμα]] του πρυτάνεως (α. «Ἀκαμαντὶς πρυτάνευε», <b>Θουκ.</b><br />β. «πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[πρύτανης]] πανεπιστημίου ή άλλης ανώτατης σχολής<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]] («[[πρέπει]] να πρυτανεύει το [[πνεύμα]] της αλληλεγγύης [[μεταξύ]] τών κρατών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[πρόεδρος]], [[κυβερνώ]] («πρυτανεύειν ἀθανάτοισι», Υμν. Απολλ.)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[πρόεδρος]] διαιτητικού δικαστηρίου<br /><b>3.</b> [[υποβάλλω]] [[πρόταση]] νόμου<br /><b>4.</b> (σε [[συνεκφορά]] με το ρ. <i>διοικῶ</i>) [[ελέγχω]], [[κανονίζω]] («τὰ παρ' ὑμῶν διοικοῦντα Φιλίππῳ καὶ πρυτανεύοντα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[προαγγέλλω]] («[αἱ [[Πλειάδες]]] τὸ ἔαρ | |mltxt=ΝΑ, και αττ. τ. [[προτανεύω]] και φωκ. τ. βρυτανεύω Α<br />(στην αρχ. Αθήνα) (για [[φυλή]] ή για πρόσ.) [[ασκώ]] το [[αξίωμα]] του πρυτάνεως (α. «Ἀκαμαντὶς πρυτάνευε», <b>Θουκ.</b><br />β. «πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[πρύτανης]] πανεπιστημίου ή άλλης ανώτατης σχολής<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]] («[[πρέπει]] να πρυτανεύει το [[πνεύμα]] της αλληλεγγύης [[μεταξύ]] τών κρατών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[πρόεδρος]], [[κυβερνώ]] («πρυτανεύειν ἀθανάτοισι», Υμν. Απολλ.)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[πρόεδρος]] διαιτητικού δικαστηρίου<br /><b>3.</b> [[υποβάλλω]] [[πρόταση]] νόμου<br /><b>4.</b> (σε [[συνεκφορά]] με το ρ. <i>διοικῶ</i>) [[ελέγχω]], [[κανονίζω]] («τὰ παρ' ὑμῶν διοικοῦντα Φιλίππῳ καὶ πρυτανεύοντα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[προαγγέλλω]] («[αἱ [[Πλειάδες]]] τὸ ἔαρ ἡμῖν πρυτανεύουσιν», Προκ. Γαζ)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>πρυτανεύομαι</i><br />[[ανέχομαι]] να διευθύνομαι από κάποιον<br /><b>7.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ.) <i>πρυτανευόμενος</i>, -<i>μένη</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που γίνεται [[αντικείμενο]] περιποιήσεων από τους άλλους<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πρυτανεύω]] εἰρήνην [ή περὶ εἰρήνης]» ὴ «[[πρυτανεύω]] τινὶ εἰρήνην»<br />i) [[υποβάλλω]] [[πρόταση]] για [[ειρήνη]] και [[προκαλώ]] [[ψηφοφορία]] σχετικά με αυτήν<br />ii) [[πετυχαίνω]] [[ειρήνη]] [[υπέρ]] κάποιου<br />β) «δεῑπνον [[χαριέντως]] πεπρυτανευμένον»<br /><b>μτφ.</b> [[δείπνο]] με [[χάρη]] προετοιμασμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύτανις]]. Για τους τύπους [[πρυτανεύω]], <i>βρυτανεύω</i> <b>βλ. λ.</b> [[πρύτανης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |