Anonymous

ενώπιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν"
(12)
 
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνώπιος]], -ον)<br />(το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) <i>ενώπιον</i><br />[[κατά]] [[πρόσωπο]], [[μπροστά]] σε κάποιον<br />(α. «ενώπιον [[εμού]] του συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ.<br />γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιμέτωπος]] («καί ἐλάλησε [[κύριος]] πρὸς Μωϋσῆν [[ἐνώπιος]] ἐνωπίῳ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (δοτ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἐνωπίοις</i><br />αυτοπροσώπως («διαστολῶν ἡμῑν καὶ ἐνωπίοις καὶ διὰ γραμμάτων», πάπ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐνώπιον</i><br />προσωπικά, [[χέρι]] με [[χέρι]] («μετάδος ἐνώπιον, ὡς καθήκει», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐνώπιοι ἄρτοι» — άρτοι προσφοράς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνωπίως</i><br />ενώπιον.
|mltxt=(AM [[ἐνώπιος]], -ον)<br />(το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) <i>ενώπιον</i><br />[[κατά]] [[πρόσωπο]], [[μπροστά]] σε κάποιον<br />(α. «ενώπιον [[εμού]] του συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ.<br />γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιμέτωπος]] («καί ἐλάλησε [[κύριος]] πρὸς Μωϋσῆν [[ἐνώπιος]] ἐνωπίῳ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (δοτ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἐνωπίοις</i><br />αυτοπροσώπως («διαστολῶν ἡμῖν καὶ ἐνωπίοις καὶ διὰ γραμμάτων», πάπ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐνώπιον</i><br />προσωπικά, [[χέρι]] με [[χέρι]] («μετάδος ἐνώπιον, ὡς καθήκει», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐνώπιοι ἄρτοι» — άρτοι προσφοράς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνωπίως</i><br />ενώπιον.
}}
}}