Anonymous

προσβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, [[προσβάνω]] και [[προσβέλνω]] Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [[βάλλω]]<br />[[κάνω]] [[επίθεση]], επιτίθεμαι, [[εφορμώ]] («τὴν μὲν [[ἄλλην]] στρατιὴν κελεύειν [[πέριξ]] προσβάλλειν τὸ τεῑχος» <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βλάπτω]], [[κάνω]] [[κακό]] («ο ιὸς προσβάλλει [[κυρίως]] το νευρικό [[σύστημα]]»)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[αλλοίωση]], [[αποσυνθέτω]] («τα τρόφιμα είχαν προσβληθεί από μικροοργανισμούς και προκάλεσαν δηλητηριάσεις)<br /><b>3.</b> φέρομαι υβριστικά, [[θίγω]] («δεν ήθελα να σέ προσβάλω με αυτό που [[είπα]]»)<br /><b>4.</b> [[αμφισβητώ]] το [[κύρος]], την [[εγκυρότητα]], δεν [[παραδέχομαι]] («θα προσβάλω τη [[διαθήκη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[προς]] («[[ποτὶ]] [[σκῆπτρον]] [[βάλε]] γαίῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρακινώ]] [[εναντίον]] κάποιου παρορμῷ («οὐ τοὺς καταράτους τούτους [[ὥσπερ]] θηρία μοι προσβαλλόντων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιθέτω]] (α. «χρὴ μαλακὰν [[χέρα]] προσβάλλοντα τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν», <b>Πίνδ.</b><br />β. «κέρασι χρυσᾱ στόμια προσβεβλημένοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τον ήλιο, για οσμές <b>κ.λπ.</b>), [[πλήττω]], [[χτυπώ]] (α. «[[ἠέλιος]] μὲν [[ἔπειτα]] [[νέον]] προσέβαλλεν ἀρούρας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὀδμὴ προσβάλλει τὰς ῥῑνας», Αιλ.)<br /><b>5.</b> [[εκπέμπω]], [[βγάζω]] (α. «προσβάλλει γὰρ ἀτμὸν θειώδη καὶ βαρύν», <b>Διόδ.</b><br />β. «γευσαμένῳ ὅμοιόν τι μήλῳ προσβάλλει», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[αποπνέω]], [[μυρίζω]] («προσβάλλει Στωϊκῆς ταλαιπωρίας», Φιλόδ.)<br /><b>7.</b> [[ρίχνω]], [[πετώ]]<br /><b>8.</b> [[προσθέτω]] κάποιο συστατικό<br /><b>9.</b> <b>μαθημ.</b> [[σύρω]] [[ευθεία]] [[γραμμή]] για να ενώσω<br /><b>10.</b> [[εισέρχομαι]] σε [[λιμάνι]], προσορμίζομαι («προσβαλούσης της νεὼς πρὸς ὁλκάδα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[έρχομαι]], [[επέρχομαι]]<br /><b>12.</b> [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]]<br /><b>13.</b> [[παραχωρώ]] [[κάτι]] σε κάποιον («οὐδὲ [[κέρδος]] ἡμῑν προσβάλλουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> [[προξενώ]] («οὐ κακὸν τοσόνδε προσέβαλον πόλει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>15.</b> [[μοιάζω]] με [[κάτι]] («καὶ αἱ [[γένυς]] τοῖς χερσαίοις προσβάλλουσι τὴν ἑαυτῶν ἁμωσγέπως μορφήν», Αιλ.)<br /><b>16.</b> [[θέτω]] στη [[διάθεση]] αγοραστού<br /><b>17.</b> [[διαβιβάζω]], [[παραδίδω]]<br /><b>18.</b> [[πληρώνω]] με χρήματα<br /><b>19.</b> [[εννοώ]], [[αντιλαμβάνομαι]] («προσβαλοῡσ' ὅσα... εἶπε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>20.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσβάλλομαι</i><br />α) [[δέχομαι]] [[τιμή]] για [[κάτι]]<br />β) [[καταφεύγω]] στην [[προστασία]] κάποιου<br />γ) (για ιχθύ) [[συναγελάζομαι]] («[[κῆτος]] προτιβάλλεται ὀλίγον ἰχθύν)<br />δ) [[τιμωρώ]], [[σωφρονίζω]] («ταύτην δ' οὔτ' ἔπεϊ προτιβάλλεαι, [[οὔτε]] τι ἔργῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>21.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀνάγκῃ [[προσβάλλω]]» — [[αναγκάζω]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[προσβάλλω]] γυναικὶ περὶ ἀφροδίτης» — [[κάνω]] ερωτικές προτάσεις σε [[γυναίκα]].
|mltxt=ΝΜΑ, [[προσβάνω]] και [[προσβέλνω]] Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [[βάλλω]]<br />[[κάνω]] [[επίθεση]], επιτίθεμαι, [[εφορμώ]] («τὴν μὲν [[ἄλλην]] στρατιὴν κελεύειν [[πέριξ]] προσβάλλειν τὸ τεῑχος» <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βλάπτω]], [[κάνω]] [[κακό]] («ο ιὸς προσβάλλει [[κυρίως]] το νευρικό [[σύστημα]]»)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[αλλοίωση]], [[αποσυνθέτω]] («τα τρόφιμα είχαν προσβληθεί από μικροοργανισμούς και προκάλεσαν δηλητηριάσεις)<br /><b>3.</b> φέρομαι υβριστικά, [[θίγω]] («δεν ήθελα να σέ προσβάλω με αυτό που [[είπα]]»)<br /><b>4.</b> [[αμφισβητώ]] το [[κύρος]], την [[εγκυρότητα]], δεν [[παραδέχομαι]] («θα προσβάλω τη [[διαθήκη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[προς]] («[[ποτὶ]] [[σκῆπτρον]] [[βάλε]] γαίῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρακινώ]] [[εναντίον]] κάποιου παρορμῷ («οὐ τοὺς καταράτους τούτους [[ὥσπερ]] θηρία μοι προσβαλλόντων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιθέτω]] (α. «χρὴ μαλακὰν [[χέρα]] προσβάλλοντα τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν», <b>Πίνδ.</b><br />β. «κέρασι χρυσᾱ στόμια προσβεβλημένοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τον ήλιο, για οσμές <b>κ.λπ.</b>), [[πλήττω]], [[χτυπώ]] (α. «[[ἠέλιος]] μὲν [[ἔπειτα]] [[νέον]] προσέβαλλεν ἀρούρας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὀδμὴ προσβάλλει τὰς ῥῑνας», Αιλ.)<br /><b>5.</b> [[εκπέμπω]], [[βγάζω]] (α. «προσβάλλει γὰρ ἀτμὸν θειώδη καὶ βαρύν», <b>Διόδ.</b><br />β. «γευσαμένῳ ὅμοιόν τι μήλῳ προσβάλλει», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[αποπνέω]], [[μυρίζω]] («προσβάλλει Στωϊκῆς ταλαιπωρίας», Φιλόδ.)<br /><b>7.</b> [[ρίχνω]], [[πετώ]]<br /><b>8.</b> [[προσθέτω]] κάποιο συστατικό<br /><b>9.</b> <b>μαθημ.</b> [[σύρω]] [[ευθεία]] [[γραμμή]] για να ενώσω<br /><b>10.</b> [[εισέρχομαι]] σε [[λιμάνι]], προσορμίζομαι («προσβαλούσης της νεὼς πρὸς ὁλκάδα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[έρχομαι]], [[επέρχομαι]]<br /><b>12.</b> [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]]<br /><b>13.</b> [[παραχωρώ]] [[κάτι]] σε κάποιον («οὐδὲ [[κέρδος]] ἡμῖν προσβάλλουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> [[προξενώ]] («οὐ κακὸν τοσόνδε προσέβαλον πόλει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>15.</b> [[μοιάζω]] με [[κάτι]] («καὶ αἱ [[γένυς]] τοῖς χερσαίοις προσβάλλουσι τὴν ἑαυτῶν ἁμωσγέπως μορφήν», Αιλ.)<br /><b>16.</b> [[θέτω]] στη [[διάθεση]] αγοραστού<br /><b>17.</b> [[διαβιβάζω]], [[παραδίδω]]<br /><b>18.</b> [[πληρώνω]] με χρήματα<br /><b>19.</b> [[εννοώ]], [[αντιλαμβάνομαι]] («προσβαλοῡσ' ὅσα... εἶπε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>20.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσβάλλομαι</i><br />α) [[δέχομαι]] [[τιμή]] για [[κάτι]]<br />β) [[καταφεύγω]] στην [[προστασία]] κάποιου<br />γ) (για ιχθύ) [[συναγελάζομαι]] («[[κῆτος]] προτιβάλλεται ὀλίγον ἰχθύν)<br />δ) [[τιμωρώ]], [[σωφρονίζω]] («ταύτην δ' οὔτ' ἔπεϊ προτιβάλλεαι, [[οὔτε]] τι ἔργῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>21.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀνάγκῃ [[προσβάλλω]]» — [[αναγκάζω]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[προσβάλλω]] γυναικὶ περὶ ἀφροδίτης» — [[κάνω]] ερωτικές προτάσεις σε [[γυναίκα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm