Anonymous

ξυρόν: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν"
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυρόν]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[ξυράφι]]<br /><b>2.</b> [[μάχαιρα]] με την οποία αποκεφαλίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τομόν, ἰσχνόν, ὀξύ»<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἐπὶ ξυροῡ (ἀκμῆς)» <br />α) σε κρίσιμο [[σημείο]], σε μεγάλο κίνδυνο, στην [[κόψη]] του ξυραφιού<br />β) μεταγενέστερα λεγόταν και για [[δήλωση]] ως εκ θαύματος σωτηρίας («ἐπὶ ξυροῡ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῑν τὰ πράγματα», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχ. λ. που συνδέεται με το ρ. <i>ξύω</i> και αντιστοιχεί επακριβώς με το αρχ. ινδ. <i>ksura</i>-. Οι δύο αυτοί τ. [[είναι]] και οι μόνοι που μαρτυρούνται από την Ινδοευρωπαϊκή. Είναι αμφίβολο αν η αρχική σημ. της λ. [[είναι]] «[[ξυράφι]]» ή «[[μαχαίρι]]»].
|mltxt=[[ξυρόν]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[ξυράφι]]<br /><b>2.</b> [[μάχαιρα]] με την οποία αποκεφαλίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τομόν, ἰσχνόν, ὀξύ»<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ἐπὶ ξυροῡ (ἀκμῆς)» <br />α) σε κρίσιμο [[σημείο]], σε μεγάλο κίνδυνο, στην [[κόψη]] του ξυραφιού<br />β) μεταγενέστερα λεγόταν και για [[δήλωση]] ως εκ θαύματος σωτηρίας («ἐπὶ ξυροῡ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πράγματα», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχ. λ. που συνδέεται με το ρ. <i>ξύω</i> και αντιστοιχεί επακριβώς με το αρχ. ινδ. <i>ksura</i>-. Οι δύο αυτοί τ. [[είναι]] και οι μόνοι που μαρτυρούνται από την Ινδοευρωπαϊκή. Είναι αμφίβολο αν η αρχική σημ. της λ. [[είναι]] «[[ξυράφι]]» ή «[[μαχαίρι]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm