Anonymous

λεία: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ"
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[λεία]], ιων. τ. [[ληΐη]], δωρ. τ. [[λαία]] και λᾴα)<br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] ή [[προϊόν]] διαρπαγής («το [[νοικοκυριό]] του έγινε [[λεία]] τών συγγενών του)<br /><b>2.</b> τα [[λάφυρα]] που περιέρχονται στον νικητή [[μετά]] από πολεμική [[επιχείρηση]] («καὶ ἀνθρώπους καὶ λείαν λαβόντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θήραμα]] που πιάστηκε και κατασπαράχθηκε από σαρκοφάγο ζώο<br /><b>2.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> κινητή [[κατά]] θάλασσαν ιδιωτική [[περιουσία]] που συλλαμβάνεται και κατάσχεται και ειδικότερα [[κάθε]] [[πλοίο]] που πλέει στην ανοιχτή [[θάλασσα]] ή στα χωρικά ύδατα εμπολέμων, [[εκτός]] από τα παράκτια αλιευτικά, τα επιβατηγά, τα νοσοκομειακά, τα επιστημονικά και τα ναυαγοσωστικά, και που ανήκει στον αντίπαλο ή σε ουδέτερο [[κράτος]] που ανεφοδιάζει τον αντίπαλο, σε [[αντιδιαστολή]] με το [[λάφυρο]], που θεωρείται η [[δημόσια]] [[περιουσία]], αλλ. [[σύλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρπαγή]], [[πλιάτσικο]] («καὶ τὴν χώραν καταδρομαῑς λείαν ἐποιεῑτο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαφυραγώγηση]] («ζώουσι δὲ ἀπὸ ληΐης τε καὶ πολέμου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για κυνηγό) το [[θήραμα]] («οὐ παρῶν κυνηγέταις αἱροῡσι λείαν οὐδὲ συγκαμὼν δουρί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> τα κλοπιμαία<br /><b>5.</b> [[αγέλη]], [[κοπάδι]], πρόβατα («ἦν δὲ καὶ λείας παντοδαπῆς [[πλῆθος]]» <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «Μυσῶν [[λεία]]» — λεγόταν για [[κάθε]] [[πράγμα]] που μπορούσε να ληστευθεί [[χωρίς]] [[τιμωρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[λεία]] <span style="color: red;"><</span> <i>λήF</i>-<i>ια</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λάFια</i>, με [[βράχυνση]] της μακρόφωνης διφθόγγου (<b>[[πρβλ]].</b> [[ληιτουργώ]] > [[λειτουργώ]]) ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>lau</i>- «[[λαφυραγωγώ]], [[παίρνω]]» και συνδέεται με το <i>λαύω</i> (<b>βλ.</b> [[απολαύω]]) και πιθ. με το [[λαός]]. Ο παρλλ. τ. [[ληΐς]], -[[ίδος]] ανάγεται σε <i>l</i><i>ā</i><i>F</i>-<i>ıδ</i>. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται ο τ. <i>ra</i>-<i>wi</i>-<i>ya</i>-<i>ya</i> «αιχμάλωτες», ως παρ. του [[λεία]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λεία]], ἡ (Α)<br />[[εργαλείο]] τών γλυπτών για [[λείανση]] της επιφάνειας τών λίθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[λείος]]·].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[λεία]], ιων. τ. [[ληΐη]], δωρ. τ. [[λαία]] και λᾴα)<br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] ή [[προϊόν]] διαρπαγής («το [[νοικοκυριό]] του έγινε [[λεία]] τών συγγενών του)<br /><b>2.</b> τα [[λάφυρα]] που περιέρχονται στον νικητή [[μετά]] από πολεμική [[επιχείρηση]] («καὶ ἀνθρώπους καὶ λείαν λαβόντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θήραμα]] που πιάστηκε και κατασπαράχθηκε από σαρκοφάγο ζώο<br /><b>2.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> κινητή [[κατά]] θάλασσαν ιδιωτική [[περιουσία]] που συλλαμβάνεται και κατάσχεται και ειδικότερα [[κάθε]] [[πλοίο]] που πλέει στην ανοιχτή [[θάλασσα]] ή στα χωρικά ύδατα εμπολέμων, [[εκτός]] από τα παράκτια αλιευτικά, τα επιβατηγά, τα νοσοκομειακά, τα επιστημονικά και τα ναυαγοσωστικά, και που ανήκει στον αντίπαλο ή σε ουδέτερο [[κράτος]] που ανεφοδιάζει τον αντίπαλο, σε [[αντιδιαστολή]] με το [[λάφυρο]], που θεωρείται η [[δημόσια]] [[περιουσία]], αλλ. [[σύλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρπαγή]], [[πλιάτσικο]] («καὶ τὴν χώραν καταδρομαῑς λείαν ἐποιεῖτο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαφυραγώγηση]] («ζώουσι δὲ ἀπὸ ληΐης τε καὶ πολέμου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για κυνηγό) το [[θήραμα]] («οὐ παρῶν κυνηγέταις αἱροῡσι λείαν οὐδὲ συγκαμὼν δουρί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> τα κλοπιμαία<br /><b>5.</b> [[αγέλη]], [[κοπάδι]], πρόβατα («ἦν δὲ καὶ λείας παντοδαπῆς [[πλῆθος]]» <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «Μυσῶν [[λεία]]» — λεγόταν για [[κάθε]] [[πράγμα]] που μπορούσε να ληστευθεί [[χωρίς]] [[τιμωρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[λεία]] <span style="color: red;"><</span> <i>λήF</i>-<i>ια</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λάFια</i>, με [[βράχυνση]] της μακρόφωνης διφθόγγου (<b>[[πρβλ]].</b> [[ληιτουργώ]] > [[λειτουργώ]]) ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>lau</i>- «[[λαφυραγωγώ]], [[παίρνω]]» και συνδέεται με το <i>λαύω</i> (<b>βλ.</b> [[απολαύω]]) και πιθ. με το [[λαός]]. Ο παρλλ. τ. [[ληΐς]], -[[ίδος]] ανάγεται σε <i>l</i><i>ā</i><i>F</i>-<i>ıδ</i>. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται ο τ. <i>ra</i>-<i>wi</i>-<i>ya</i>-<i>ya</i> «αιχμάλωτες», ως παρ. του [[λεία]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λεία]], ἡ (Α)<br />[[εργαλείο]] τών γλυπτών για [[λείανση]] της επιφάνειας τών λίθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[λείος]]·].
}}
}}
{{lsm
{{lsm