3,274,917
edits
(14) |
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM ἐπιχείρηση)<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] συνδυασμένων ενεργειών —πορείες, μετακινήσεις μονάδων, επιθέσεις, καταλήψεις εδαφών— για να πληγεί αποτελεσματικά ο [[αντίπαλος]]<br /><b>2.</b> [[ενέργεια]], [[δράση]] για να εκτελεστεί [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνολο]] πραγμάτων, περιουσιακών στοιχείων, σχέσεων και καταστάσεων οργανωμένων σε οικονομική [[ενότητα]] από το ίδιο [[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ερωτικές επιχειρήσεις» — [[συστηματική]] [[επιδίωξη]] σύναψης ερωτικών σχέσεων<br /><b>μσν.</b><br />[[καταδίωξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβουλή]], [[συνωμοσία]] («ὑπνωμένῳ δὲ ἡ [[ἐπιχείρησις]] ἔσται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διάπραξη]] («εἰς μὲν oὖv ταῡτα πολλὰς δίδωσιν ἐπιχειρήσεις ἡ τῆς συνηθείας [[ἀνωμαλία]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαλεκτικός]] [[συλλογισμός]], [[επιχείρημα]] («ἀμφότεροι κατὰ τὸν εἰκότα λόγον πεποίηνται τὴν ἐπιχείρησιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκφέρειν τὴν ἐπιχείρησιν» — [[ανακοινώνω]] τη μελετώμενη [[ενέργεια]], [[δράση]]<br />β) «ἐπιχείρησιν | |mltxt=η (AM ἐπιχείρηση)<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] συνδυασμένων ενεργειών —πορείες, μετακινήσεις μονάδων, επιθέσεις, καταλήψεις εδαφών— για να πληγεί αποτελεσματικά ο [[αντίπαλος]]<br /><b>2.</b> [[ενέργεια]], [[δράση]] για να εκτελεστεί [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνολο]] πραγμάτων, περιουσιακών στοιχείων, σχέσεων και καταστάσεων οργανωμένων σε οικονομική [[ενότητα]] από το ίδιο [[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ερωτικές επιχειρήσεις» — [[συστηματική]] [[επιδίωξη]] σύναψης ερωτικών σχέσεων<br /><b>μσν.</b><br />[[καταδίωξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβουλή]], [[συνωμοσία]] («ὑπνωμένῳ δὲ ἡ [[ἐπιχείρησις]] ἔσται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διάπραξη]] («εἰς μὲν oὖv ταῡτα πολλὰς δίδωσιν ἐπιχειρήσεις ἡ τῆς συνηθείας [[ἀνωμαλία]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαλεκτικός]] [[συλλογισμός]], [[επιχείρημα]] («ἀμφότεροι κατὰ τὸν εἰκότα λόγον πεποίηνται τὴν ἐπιχείρησιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκφέρειν τὴν ἐπιχείρησιν» — [[ανακοινώνω]] τη μελετώμενη [[ενέργεια]], [[δράση]]<br />β) «ἐπιχείρησιν ποιεῖσθαί τινος» — [[αρχίζω]] να [[ενεργώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιχειρώ]]. Αξιοπρόσεκτη [[είναι]] η σημασιολ. [[εξέλιξη]] από την αρχ. σημ. «[[προσπάθεια]], [[εγχείρημα]]» στη νεοελλ. [[χρήση]] «[[εγχείρημα]], [[ασχολία]] με σκοπό το [[κέρδος]]»]. | ||
}} | }} |