Anonymous

σπουδάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και σπουδάχνω Ν<br />[[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] επιμελώς και με [[προσοχή]], [[μελετώ]] με [[προσοχή]] [[κάτι]] ώστε να το μάθω (α. «σπουδάζει ιατρική» β. «ἐσπούδαζε διδάσκων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[παρέχω]] σε κάποιον τα [[μέσα]] για να σπουδάσει μια [[επιστήμη]] ή [[τέχνη]] και να τήν ασκήσει («πούλησε [[σχεδόν]] τα [[πάντα]] για να σπουδάσει τα [[παιδιά]] του»)<br />β) (στον <b>Ερωτόκρ.</b>) [[κάνω]] κάποιον να βιαστεί, [[ταχύνω]] («εγώ δε θε να [[καρτερώ]] κι η ώρα με σπουδάζει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[φοιτώ]] σε ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό [[ίδρυμα]], [[είμαι]] [[σπουδαστής]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ.παρακμ. ως ουσ.) [[σπουδασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i> και [[σπουδαγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[άτομο]] που έχει σπουδάσει μια [[επιστήμη]], που έχει κάνει σπουδές<br />β) [[άτομο]] με πολλές γνώσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>σπουδάζομαι</i><br />α) (για [[κείμενα]] ή προβλήματα) [[είμαι]] [[αντικείμενο]] σοβαρής μελέτης («πολλοῑς [[χρήσιμος]] φανεῑσα, [[μετὰ]] τῶν ἄλλων ἐσπουδάσθη γραφῶν», <b>Ευστ.</b>)<br />β) συντίθεμαι, [[είμαι]] συντεθειμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσπαθώ]] (α. «οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῑσθαι», <b>Σοφ.</b><br />β. «σπούδασον ἐλθεῖν [[ταχέως]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] [[μεγάλη]] [[σημασία]] σε κάποιον («οὐκ ἄν ποτε ὡς πρὸς φίλον σπουδάσειεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υποστηρίζω]] κάποιον, [[προσπαθώ]] να τον ωφελήσω («ἐθαύμαζε τοὺς περὶ αὐτὸν σπουδάζοντας», Ισοκρ.)<br /><b>4.</b> [[μιλώ]] ή [[ενεργώ]] με [[σοβαρότητα]]<br /><b>5.</b> [[διδάσκω]], [[παραδίδω]] μαθήματα<br /><b>6.</b> [[ταράσσω]], [[ενοχλώ]] κάποιον<br /><b>7.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] με [[γρηγοράδα]] ή με [[προθυμία]], με ζήλο<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. ενεργ. παρακμ. ως επίρρ.) <i>ἐσπουδακώς</i><br />με [[σπουδή]], [[πρόθυμα]]<br /><b>9.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τὰ ἐσπουδασμένα</i><br />τα πιο εκλεκτά<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «σπουδάζεταί τι» — επιδιώκεται [[κάτι]] με ζήλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπουδή]] (για τη σημ. του ρ. <b>βλ.</b> και λ. [[σπεύδω]] και [[βιάζω]])].
|mltxt=ΝΜΑ, και σπουδάχνω Ν<br />[[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] επιμελώς και με [[προσοχή]], [[μελετώ]] με [[προσοχή]] [[κάτι]] ώστε να το μάθω (α. «σπουδάζει ιατρική» β. «ἐσπούδαζε διδάσκων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[παρέχω]] σε κάποιον τα [[μέσα]] για να σπουδάσει μια [[επιστήμη]] ή [[τέχνη]] και να τήν ασκήσει («πούλησε [[σχεδόν]] τα [[πάντα]] για να σπουδάσει τα [[παιδιά]] του»)<br />β) (στον <b>Ερωτόκρ.</b>) [[κάνω]] κάποιον να βιαστεί, [[ταχύνω]] («εγώ δε θε να [[καρτερώ]] κι η ώρα με σπουδάζει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[φοιτώ]] σε ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό [[ίδρυμα]], [[είμαι]] [[σπουδαστής]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ.παρακμ. ως ουσ.) [[σπουδασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i> και [[σπουδαγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[άτομο]] που έχει σπουδάσει μια [[επιστήμη]], που έχει κάνει σπουδές<br />β) [[άτομο]] με πολλές γνώσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>σπουδάζομαι</i><br />α) (για [[κείμενα]] ή προβλήματα) [[είμαι]] [[αντικείμενο]] σοβαρής μελέτης («πολλοῑς [[χρήσιμος]] φανεῑσα, [[μετὰ]] τῶν ἄλλων ἐσπουδάσθη γραφῶν», <b>Ευστ.</b>)<br />β) συντίθεμαι, [[είμαι]] συντεθειμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσπαθώ]] (α. «οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσθαι», <b>Σοφ.</b><br />β. «σπούδασον ἐλθεῖν [[ταχέως]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] [[μεγάλη]] [[σημασία]] σε κάποιον («οὐκ ἄν ποτε ὡς πρὸς φίλον σπουδάσειεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υποστηρίζω]] κάποιον, [[προσπαθώ]] να τον ωφελήσω («ἐθαύμαζε τοὺς περὶ αὐτὸν σπουδάζοντας», Ισοκρ.)<br /><b>4.</b> [[μιλώ]] ή [[ενεργώ]] με [[σοβαρότητα]]<br /><b>5.</b> [[διδάσκω]], [[παραδίδω]] μαθήματα<br /><b>6.</b> [[ταράσσω]], [[ενοχλώ]] κάποιον<br /><b>7.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] με [[γρηγοράδα]] ή με [[προθυμία]], με ζήλο<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. ενεργ. παρακμ. ως επίρρ.) <i>ἐσπουδακώς</i><br />με [[σπουδή]], [[πρόθυμα]]<br /><b>9.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τὰ ἐσπουδασμένα</i><br />τα πιο εκλεκτά<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «σπουδάζεταί τι» — επιδιώκεται [[κάτι]] με ζήλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπουδή]] (για τη σημ. του ρ. <b>βλ.</b> και λ. [[σπεύδω]] και [[βιάζω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm