Anonymous

εὐπορία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ"
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐπορία]]) [[εύπορος]]<br />το να υπάρχει [[επάρκεια]] ή [[αφθονία]] πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική [[ευμάρεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[εξασφάλιση]] σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας [[ευεργέτημα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[ευκολία]] να βρει [[κάποιος]] [[κάτι]], το να υπάρχει [[κάτι]] σε αρκετή [[ποσότητα]] (α. «[[εὐκαιρία]] ῥοδομέλιτος» β. «[[εὐπορία]] χρημάτων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] («[[εὐπορία]] ἦν ἡμῖν ποιεῑσθαι»)<br /><b>2.</b> [[λύση]] αποριών και αμφιβολιών, [[άρση]] τών δυσκολιών στην [[κατανόηση]] κάποιου θέματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ παρ' [[ἀλλήλων]] [[εὐπορία]]» — η αμοιβαία [[βοήθεια]]<br />β) «ἀρουραία [[εὐπορία]]» — [[γεωργικός]] [[πλούτος]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐπορία]]) [[εύπορος]]<br />το να υπάρχει [[επάρκεια]] ή [[αφθονία]] πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική [[ευμάρεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[εξασφάλιση]] σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας [[ευεργέτημα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[ευκολία]] να βρει [[κάποιος]] [[κάτι]], το να υπάρχει [[κάτι]] σε αρκετή [[ποσότητα]] (α. «[[εὐκαιρία]] ῥοδομέλιτος» β. «[[εὐπορία]] χρημάτων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] («[[εὐπορία]] ἦν ἡμῖν ποιεῖσθαι»)<br /><b>2.</b> [[λύση]] αποριών και αμφιβολιών, [[άρση]] τών δυσκολιών στην [[κατανόηση]] κάποιου θέματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ παρ' [[ἀλλήλων]] [[εὐπορία]]» — η αμοιβαία [[βοήθεια]]<br />β) «ἀρουραία [[εὐπορία]]» — [[γεωργικός]] [[πλούτος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm