Anonymous

ιδιοποιώ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ἰδιοποιῶ, -έω) [[ιδιοποιός]]<br /><b>μέσ.</b> <i>ιδιοποιούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[κάνω]] [[κάτι]] δικό μου, [[οικειοποιούμαι]] [[πράγμα]] που ανήκει σε άλλον, σφετερίζομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αξιώνω]], [[απαιτώ]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ιδιαιτέρως («τὴν ὲπίδειξιν ἰδιοποιῆσαι τοῖς παροῡσι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κερδίζω]] [[κάτι]] («ἰδιοποιεῑται Ἀβεσσαλὼμ τὴν καρδίαν ἀνδρῶν Ἰσραήλ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> έχω ιδιαίτερο χαρακτήρα.
|mltxt=(ΑΜ ἰδιοποιῶ, -έω) [[ιδιοποιός]]<br /><b>μέσ.</b> <i>ιδιοποιούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[κάνω]] [[κάτι]] δικό μου, [[οικειοποιούμαι]] [[πράγμα]] που ανήκει σε άλλον, σφετερίζομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αξιώνω]], [[απαιτώ]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ιδιαιτέρως («τὴν ὲπίδειξιν ἰδιοποιῆσαι τοῖς παροῡσι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κερδίζω]] [[κάτι]] («ἰδιοποιεῖται Ἀβεσσαλὼμ τὴν καρδίαν ἀνδρῶν Ἰσραήλ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> έχω ιδιαίτερο χαρακτήρα.
}}
}}