3,277,218
edits
m (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται") |
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> και για (AM διά Α και [[διαί]])<br /> κύρια [[πρόθεση]], [[συνήθως]] δισύλλαβη, μονοσύλλαβη όμως στον Αριστοφάνη με ασυνήθιστη [[συνίζηση]], η οποία προτάσσεται και στη [[σύνταξη]] (λ.χ. «διὰ τῆς πόλεως») και σε [[σύνθεση]] (λ.χ. [[διάδοχος]], [[διαμοιράζω]]). Δεν συμβαίνει σ' αυτήν [[αναστροφή]] [[ούτε]] [[μετατύπωση]], [[γιατί]] σ' αυτές τις περιπτώσεις ο [[τύπος]] <i>δία</i> θα συνέπιπτε με την [[αιτιατική]] του <i>Δία</i> (δία). Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μερικές φορές και επιρρηματικά. Στον Όμηρο [[επίσης]], όταν η [[πρόθεση]] απαντά στην [[αρχή]] στίχου, [[είναι]] διαπιστωμένο ότι ο [[πρώτος]] [[πόδας]] του [[είναι]] [[τρίβραχυς]] και ότι δεν έλαβε [[χώρα]] [[μετρική]] [[έκταση]]. <i>Συντάξεις</i>: Η <i>διά</i> συντάσσεται: Ι. με γενική και δηλώνει: 1. διά τόπου [[κίνηση]]<br /> («ήλθε διά ξηράς»)<br /> <b>2.</b> χρονική [[διάρκεια]] (α. «δι' όλης της ημέρας» β. «διά παντός [ενν. του χρόνου]» γ. «διά βίου» — καθ' όλη τη ζωή)<br /> <b>3.</b> όργανο ή [[μέσο]] με το οποίο συντελείται, γίνεται [[κάτι]] («τόν εκτύπησε διά της ράβδου του»)<br /> <b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «διά [[πυρός]] και σιδήρου» — καίοντας και καταστρέφοντας τα [[πάντα]]<br /> β) «έζησε διά [[πυρός]] και σιδήρου» — σε όλη του τη ζωή υπήρξε [[εξώλης]] και [[προώλης]]<br /> γ) «διά [[μακρών]]» — [[εκτενώς]]<br /> δ) «διά βραχέων» ή «δι' ολίγων» — με [[λίγα]] [[λόγια]], με [[συντομία]] (η <i>διά</i> στην [[έννοια]] του μέσου ή του οργάνου αντικαθίσταται στη Νεοελληνική με την [[πρόθεση]] <i>με</i> <span style="color: red;">+</span> [[αιτιατική]]: «του έστειλε τα χρήματα με τραπεζική [[επιταγή]]»<br /> «τόν χτύπησε με τον λοστό»<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> τοπική [[έκταση]] («διὰ [[δέκα]] ἐπάλξεων πύργοι [[ἦσαν]]», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[διανομή]] («διὰ πέμπτων ἐτῶν» — [[κάθε]] πέμπτο [[έτος]])<br /> <b>3.</b> τρόπο («διὰ τείχους ἡ [[νίκη]] ἐγίγνετο»)<br /> <b>4.</b> την ύλη («κατασκευάζειν εἴδωλα δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῡ»)<br /> II. με [[αιτιατική]] και δηλώνει (στην αρχαία και τη [[λόγια]] [[γλώσσα]])<br /> <b>1.</b> το αναγκαστικό [[αίτιο]], την [[αιτία]] («ἐτετίμητο ὑπὸ Κύρου δι' εὔνοιαν»<br /> «κατεδικάσθη διὰ κλοπήν»)<br /> <b>2.</b> το τελικό [[αίτιο]], τον σκοπό, τον προορισμό («oἱ Λακεδαιμόνιοι ἡγοῦνται τῶν συμμάχων διὰ τὴν σφετέραν δόξαν»<br /> «[[φάρμακον]] διὰ τὴν θεραπείαν τῆς... ἀσθενείας»)<br /> <b>3.</b> [[χρονικό]] προσδιορισμό ή χρονική [[διάρκεια]] («ἐν χρήσει διά τε τὸ παρὸν καὶ τὸ [[μέλλον]]»<br /> «ἡ [[συνεδρία]] ὡρίσθη δι' [[αὔριον]]»)<br /> <b>4.</b> [[αναφορά]] («ὡμίλησε εἰς τὴν Βουλὴν διὰ τὸ σταφιδικόν»)<br /> <b>5.</b> [[διεύθυνση]] [[προς]] [[τόπο]] («αναχωρεί [[αύριο]] διά Θεσσαλονίκην»)<br /> <b>6.</b> εξορκισμό («μη διά τον Θεόν, δι' αγάπην του Χριστού») (σε όλες αυτές τις χρήσεις της με [[αιτιατική]] η <i>διά</i> στη Νεοελληνική αντικαθίσταται με τη <i>για</i>)<br /> <b>7.</b> <b>φρ.</b> «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (ΚΔ)<br /> από [[πρόνοια]] για [[κάθε]] ενδεχόμενο. <i>Περιφράσεις της διά στην αρχαία Ελληνική</i>: 1. «δι' αἰτίας ἔχω τινά» — [[αιτιώμαι]], [[κατηγορώ]] κάποιον<br /> <b>2.</b> «Ἔχω τινὰ δι' ὀργῆς» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου<br /> <b>3.</b> «δι' ἡσυχίας [[εἶναι]]» — ησυχάζειν<br /> <b>4.</b> «διὰ σπουδῆς» — βιαστικά<br /> <b>5.</b> «διὰ τάχους» — [[ταχέως]], [[γρήγορα]]<br /> <b>6.</b> «διὰ φόβον εἴναι | |mltxt=<b>(I)</b><br /> και για (AM διά Α και [[διαί]])<br /> κύρια [[πρόθεση]], [[συνήθως]] δισύλλαβη, μονοσύλλαβη όμως στον Αριστοφάνη με ασυνήθιστη [[συνίζηση]], η οποία προτάσσεται και στη [[σύνταξη]] (λ.χ. «διὰ τῆς πόλεως») και σε [[σύνθεση]] (λ.χ. [[διάδοχος]], [[διαμοιράζω]]). Δεν συμβαίνει σ' αυτήν [[αναστροφή]] [[ούτε]] [[μετατύπωση]], [[γιατί]] σ' αυτές τις περιπτώσεις ο [[τύπος]] <i>δία</i> θα συνέπιπτε με την [[αιτιατική]] του <i>Δία</i> (δία). Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μερικές φορές και επιρρηματικά. Στον Όμηρο [[επίσης]], όταν η [[πρόθεση]] απαντά στην [[αρχή]] στίχου, [[είναι]] διαπιστωμένο ότι ο [[πρώτος]] [[πόδας]] του [[είναι]] [[τρίβραχυς]] και ότι δεν έλαβε [[χώρα]] [[μετρική]] [[έκταση]]. <i>Συντάξεις</i>: Η <i>διά</i> συντάσσεται: Ι. με γενική και δηλώνει: 1. διά τόπου [[κίνηση]]<br /> («ήλθε διά ξηράς»)<br /> <b>2.</b> χρονική [[διάρκεια]] (α. «δι' όλης της ημέρας» β. «διά παντός [ενν. του χρόνου]» γ. «διά βίου» — καθ' όλη τη ζωή)<br /> <b>3.</b> όργανο ή [[μέσο]] με το οποίο συντελείται, γίνεται [[κάτι]] («τόν εκτύπησε διά της ράβδου του»)<br /> <b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «διά [[πυρός]] και σιδήρου» — καίοντας και καταστρέφοντας τα [[πάντα]]<br /> β) «έζησε διά [[πυρός]] και σιδήρου» — σε όλη του τη ζωή υπήρξε [[εξώλης]] και [[προώλης]]<br /> γ) «διά [[μακρών]]» — [[εκτενώς]]<br /> δ) «διά βραχέων» ή «δι' ολίγων» — με [[λίγα]] [[λόγια]], με [[συντομία]] (η <i>διά</i> στην [[έννοια]] του μέσου ή του οργάνου αντικαθίσταται στη Νεοελληνική με την [[πρόθεση]] <i>με</i> <span style="color: red;">+</span> [[αιτιατική]]: «του έστειλε τα χρήματα με τραπεζική [[επιταγή]]»<br /> «τόν χτύπησε με τον λοστό»<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> τοπική [[έκταση]] («διὰ [[δέκα]] ἐπάλξεων πύργοι [[ἦσαν]]», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[διανομή]] («διὰ πέμπτων ἐτῶν» — [[κάθε]] πέμπτο [[έτος]])<br /> <b>3.</b> τρόπο («διὰ τείχους ἡ [[νίκη]] ἐγίγνετο»)<br /> <b>4.</b> την ύλη («κατασκευάζειν εἴδωλα δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῡ»)<br /> II. με [[αιτιατική]] και δηλώνει (στην αρχαία και τη [[λόγια]] [[γλώσσα]])<br /> <b>1.</b> το αναγκαστικό [[αίτιο]], την [[αιτία]] («ἐτετίμητο ὑπὸ Κύρου δι' εὔνοιαν»<br /> «κατεδικάσθη διὰ κλοπήν»)<br /> <b>2.</b> το τελικό [[αίτιο]], τον σκοπό, τον προορισμό («oἱ Λακεδαιμόνιοι ἡγοῦνται τῶν συμμάχων διὰ τὴν σφετέραν δόξαν»<br /> «[[φάρμακον]] διὰ τὴν θεραπείαν τῆς... ἀσθενείας»)<br /> <b>3.</b> [[χρονικό]] προσδιορισμό ή χρονική [[διάρκεια]] («ἐν χρήσει διά τε τὸ παρὸν καὶ τὸ [[μέλλον]]»<br /> «ἡ [[συνεδρία]] ὡρίσθη δι' [[αὔριον]]»)<br /> <b>4.</b> [[αναφορά]] («ὡμίλησε εἰς τὴν Βουλὴν διὰ τὸ σταφιδικόν»)<br /> <b>5.</b> [[διεύθυνση]] [[προς]] [[τόπο]] («αναχωρεί [[αύριο]] διά Θεσσαλονίκην»)<br /> <b>6.</b> εξορκισμό («μη διά τον Θεόν, δι' αγάπην του Χριστού») (σε όλες αυτές τις χρήσεις της με [[αιτιατική]] η <i>διά</i> στη Νεοελληνική αντικαθίσταται με τη <i>για</i>)<br /> <b>7.</b> <b>φρ.</b> «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (ΚΔ)<br /> από [[πρόνοια]] για [[κάθε]] ενδεχόμενο. <i>Περιφράσεις της διά στην αρχαία Ελληνική</i>: 1. «δι' αἰτίας ἔχω τινά» — [[αιτιώμαι]], [[κατηγορώ]] κάποιον<br /> <b>2.</b> «Ἔχω τινὰ δι' ὀργῆς» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου<br /> <b>3.</b> «δι' ἡσυχίας [[εἶναι]]» — ησυχάζειν<br /> <b>4.</b> «διὰ σπουδῆς» — βιαστικά<br /> <b>5.</b> «διὰ τάχους» — [[ταχέως]], [[γρήγορα]]<br /> <b>6.</b> «διὰ φόβον εἴναι φοβεῖσθαι»<br /> <b>7.</b> «διὰ φιλίας ἰέναι» — φιλικά<br /> <b>8.</b> «διὰ μάχης ἰέναι» — συνάπτειν μάχην<br /> <b>9.</b> «διὰ δίκης ἰέναι τινι»<br /> ἀναλαμβάνειν [[πρός]] τινα δικαστικόν αγώνα κ.λπ. <i>Η διά</i> σε [[σύνθεση]]. Η [[πρόθεση]] σε [[σύνθεση]] (στην αρχαία, [[λόγια]] και νεοελληνική [[γλώσσα]]) σημαίνει: 1. [[διανομή]] ([[διαδίδωμι]], [[διαμοιράζω]], [[διανέμω]])<br /> <b>2.</b> χωρισμό ([[διαχωρίζω]], [[διακρίνω]], [[διίστημι]])<br /> <b>3.</b> διασκορπισμό ([[διαχέω]], [[διασπαθίζω]], [[διασπείρω]])<br /> <b>4.</b> [[διαφορά]], [[διάκριση]], [[ασυμφωνία]] ([[διαφωνώ]], [[διαγιγνώσκω]], διαχαίρω)<br /> <b>5.</b> [[άμιλλα]], [[εναντιότητα]] ή [[αμοιβαιότητα]] ([[διαγωνίζομαι]], [[διαλέγομαι]])<br /> <b>6.</b> [[υπεροχή]] (διακρίνομαι, [[διαπρέπω]])<br /> <b>7.</b> [[επίταση]]<br /> (α. [[διαφθείρω]]<br /> [[φθείρω]] καθ' ολοκληρίαν<br /> β. [[διαστρέφω]]<br /> γ. [[διαστρεβλώνω]])<br /> <b>8.</b> [[μείωση]] της έννοιας του β' συνθετικού (α. [[διαφαίνομαι]]<br /> [[μόλις]] [[φαίνομαι]]<br /> β. [[διάχρυσος]]<br /> μόνον εν μέρει [[χρυσός]]<br /> γ. [[διάλευκος]])<br /> <b>9.</b> την διά τόπου [[κίνηση]] ([[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]], [[διασχίζω]])<br /> <b>10.</b> χρονική [[διάρκεια]] (α. [[διαμένω]]<br /> [[μένω]] [[μέχρι]] τέλους<br /> β. [[διατελώ]]<br /> γ. [[διαγίγνομαι]])<br /> <b>11.</b> [[διακοπή]] ([[διαλείπω]]).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>διά</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δις-α</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δις</i>) ίσως αναλογικά [[προς]] τα [[παρά]], [[μετά]] [[προφανώς]] συνδέεται με το <i>dis</i>-, παράλληλο τ. του <i>dwis</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>dis</i>-, αγγλοσαξ. te, αρχ. άνω γερμαν. <i>zi</i>-, <i>ze</i>- και <i>zir</i>-, <i>zer</i>-, αλβαν. <i>tsh</i>-). Παράλληλοι τύποι του <i>διά</i> [[είναι]]: το θεσσαλικό <i>διέ</i> που παραμένει ανερμήνευτο, το λεσβ. <i>ja</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>δια</i> με συμφωνική [[προφορά]] του <i>ι</i> [[μπροστά]] από [[φωνήεν]], που εμφανίζεται [[κυρίως]] ως προρρηματικό και, [[τέλος]], το [[διαί]], που μαρτυρείται στον Αισχύλο και στους λυρικούς, ως [[υστερογενής]] [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[πρότυπο]] των ομηρικών [[καταί]], [[παραί]], [[υπαί]]. Αρχικά το <i>διά</i> ως [[πρόθεση]] και ως προρρηματικό [[στοιχείο]] σήμαινε «διαιρώντας» και [[κατόπιν]] «διά μέσου». Ως [[πρόθεση]] συντάσσεται με γενική με τη [[σημασία]] «διά μέσου, σε» όταν δηλώνει τον [[τόπο]], ενώ χρονικά η διά <span style="color: red;">+</span> γενική εκφράζει τη [[διάρκεια]], το ([[χρονικό]]) [[διάστημα]], την [[αλληλουχία]] και αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το ενεργούν [[πρόσωπο]] (<b>[[πρβλ]].</b> «δι' αγγέλων»), το όργανο, την ύλη, την [[επιχείρηση]] που αναλαμβάνει [[κάποιος]] ή την [[κατάσταση]] στην οποία βρίσκεται (<b>[[πρβλ]].</b> «διά μάχης ιέναι», «δι' ησυχίης [[είναι]]»). Η [[σύνταξη]] της προθέσεως <i>διά</i> με [[αιτιατική]], σε [[δήλωση]] του τόπου και του χρόνου, [[είναι]] αρχαϊκή και ποιητική. Στον Όμηρο ειδικά, όπου εμφανίζεται και ως σύνθετη με άλλες προθέσεις (<b>[[πρβλ]].</b> [[διαπρό]], [[διέκ]]) δηλώνει την [[αιτία]], που μπορεί να [[είναι]] ένα [[πρόσωπο]], πιο [[συχνά]] ένα [[πράγμα]] ή μια [[περίσταση]] (<b>[[πρβλ]].</b> «διά ταύτα, διά τι <b>κ.λπ.</b>). Ως α' συνθετικό εμφανίζει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] και συντίθεται με ρήματα και ονόματα, με κύρια τη [[σημασία]] της διαίρεσης, του «διά μέσου» (<b>[[πρβλ]].</b> [[διαμπερές]], [[διάνδιχα]], [[διαβαίνω]], [[διέχω]]). Ως προρρηματικό εκφράζει τη [[διάκριση]], τη [[διαφορά]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[διαφωνώ]], [[διαφέρω]], [[διαιρώ]], [[διαλύω]]), την [[άμιλλα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[διαγωνίζομαι]]), τη [[διασπορά]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[διαπέμπω]]). Χρησιμοποιείται [[επίσης]] με τη [[σημασία]] «[[μέχρι]] το [[τέλος]], [[τελείως]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[διαγιγνώσκω]], [[διαμάχομαι]]). Εμφανίζεται [[επίσης]] ως α' συνθετικό ονομάτων και [[κυρίως]] επιθέτων με επιτατική [[συνήθως]] [[σημασία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[διάχρυσος]], [[διαπόρφυρος]], [[διατρύγιος]], [[διαλγής]], [[δίαιμος]]). Αξιοσημείωτη [[είναι]] η [[χρήση]] του <i>διά</i> σε [[σύνθετα]] της σύγχρονης Ελληνικής του τύπου <i>δια</i>-<i>σχέσεις</i>, <i>δια</i>-[[κυβερνητικός]], <i>δια</i>-[[κλαδικός]] <b>κ.τ.ό.</b>, όπου δηλώνεται η [[μεταξύ]] προσώπων, πραγμάτων, καταστάσεων κ.λπ. [[σχέση]]. Πρόκειται [[συνήθως]] για ξενισμό που αποδίδει το ξεν. <i>inter</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>inter</i>-<i>relations</i>, <i>inter</i>-<i>government</i> <b>κ.λπ.</b>). Τέλος, σημειώνεται ότι το νεοελλ. <i>για</i> προήλθε από φωνολογική [[εξέλιξη]] του <i>δια</i>].<br /><b>(II)</b><br /> [[σύμβολο]] της διαίρεσης (:) ή η [[γραμμή]] κλάσματος (—). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |