Anonymous

κατασείω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατασείω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[σείω]] πολύ, [[γκρεμίζω]] [[κάτι]] σείοντάς το (α. «μίαν μὲν ἣ τοῦ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ [[χῶμα]] προσαχθεῑσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾱς ἐφόβησεν», <b>Θουκ.</b><br />β. «σεισμὸς κατέσεισε τὴν πόλιν», Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] [[κάτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχλώ]], [[ταράζω]] κάποιον («κατασείειν ἀκροατοῦ ὦτα», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[παροτρύνω]], [[παρακινώ]] («πρὸς τὸ λέγειν κατασείειν», Ευνάπ.)<br /><b>3.</b> [[θεραπεύω]] με [[τίναγμα]]<br /><b>4.</b> [[κινώ]] [[κάτι]] ενδεικτικά για να [[κάνω]] [[νόημα]] («ὁ δέ... κατασείσας τὴν χεῑρα ἤθελεν ἀπολογεῑσθαι τῷ δήμῳ», ΚΔ)<br /><b>5.</b> [[κάνω]] [[νεύμα]] σε κάποιον για να σιωπήσει<br /><b>6.</b> [[κινώ]] το [[κεφάλι]] περιφρονητικά.
|mltxt=[[κατασείω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[σείω]] πολύ, [[γκρεμίζω]] [[κάτι]] σείοντάς το (α. «μίαν μὲν ἣ τοῦ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ [[χῶμα]] προσαχθεῑσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾱς ἐφόβησεν», <b>Θουκ.</b><br />β. «σεισμὸς κατέσεισε τὴν πόλιν», Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] [[κάτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχλώ]], [[ταράζω]] κάποιον («κατασείειν ἀκροατοῦ ὦτα», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[παροτρύνω]], [[παρακινώ]] («πρὸς τὸ λέγειν κατασείειν», Ευνάπ.)<br /><b>3.</b> [[θεραπεύω]] με [[τίναγμα]]<br /><b>4.</b> [[κινώ]] [[κάτι]] ενδεικτικά για να [[κάνω]] [[νόημα]] («ὁ δέ... κατασείσας τὴν χεῑρα ἤθελεν ἀπολογεῖσθαι τῷ δήμῳ», ΚΔ)<br /><b>5.</b> [[κάνω]] [[νεύμα]] σε κάποιον για να σιωπήσει<br /><b>6.</b> [[κινώ]] το [[κεφάλι]] περιφρονητικά.
}}
}}
{{lsm
{{lsm