Anonymous

μόρσιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μόρσιμος]] και [[μόριμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] προορισμένος, προαποφασισμένος από τη [[μοίρα]], [[πεπρωμένος]], [[μοιραίος]] («σοὶ μὲν γαμεῑσθαι μόρσιμον, γαμεῖν δ' [[ἐμοί]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μόρσιμον [[ἦμαρ]]» — η [[ημέρα]] του θανάτου, του ολέθρου, της καταστροφής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται στη [[μοίρα]], αυτός που [[είναι]] προορισμένος να πεθάνει, ο [[θνητός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μόρσιμον</i><br />το πεπρωμένο, η [[ειμαρμένη]], η [[τύχη]], το μοιραίο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μόρσιμος]] [[αἰών]]» — ο ορισμένος για κάποιον από την [[τύχη]] [[χρόνος]] που θα ζήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>μόρ</i>-<i>ιμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μόρος]] «[[μοίρα]], πεπρωμένο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i>. Ο τ. [[μόρσιμος]] <span style="color: red;"><</span> [[μόρος]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>σιμος</i>, χρησιμοποιήθηκε με μεγαλύτερη [[συχνότητα]] [[επειδή]] εξυπηρετούσε μετρικές ανάγκες. Η [[άποψη]] ότι το επίθ. [[μόρσιμος]] παράγεται από έναν αμάρτυρο τ. <i>μόρσις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>mors</i>, <i>mortis</i> «[[θάνατος]]») δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μόρσιμος]] και [[μόριμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] προορισμένος, προαποφασισμένος από τη [[μοίρα]], [[πεπρωμένος]], [[μοιραίος]] («σοὶ μὲν γαμεῖσθαι μόρσιμον, γαμεῖν δ' [[ἐμοί]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μόρσιμον [[ἦμαρ]]» — η [[ημέρα]] του θανάτου, του ολέθρου, της καταστροφής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται στη [[μοίρα]], αυτός που [[είναι]] προορισμένος να πεθάνει, ο [[θνητός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μόρσιμον</i><br />το πεπρωμένο, η [[ειμαρμένη]], η [[τύχη]], το μοιραίο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μόρσιμος]] [[αἰών]]» — ο ορισμένος για κάποιον από την [[τύχη]] [[χρόνος]] που θα ζήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>μόρ</i>-<i>ιμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μόρος]] «[[μοίρα]], πεπρωμένο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i>. Ο τ. [[μόρσιμος]] <span style="color: red;"><</span> [[μόρος]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>σιμος</i>, χρησιμοποιήθηκε με μεγαλύτερη [[συχνότητα]] [[επειδή]] εξυπηρετούσε μετρικές ανάγκες. Η [[άποψη]] ότι το επίθ. [[μόρσιμος]] παράγεται από έναν αμάρτυρο τ. <i>μόρσις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>mors</i>, <i>mortis</i> «[[θάνατος]]») δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}
{{lsm
{{lsm