Anonymous

σπάθη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο"
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σπάδη]] Α<br /><b>1.</b> μικρό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται, για την [[ανάμιξη]] διαφόρων υλικών και ουσιών, κν. [[σπάτουλα]]<br /><b>2.</b> ο [[μίσχος]] άνθους ή το [[στέλεχος]] κλάδου («τόξα δὲ εἶχον ἐκ φοίνικος σπάθης πεποιημένα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σπαθί]]<br /><b>2.</b> (στρ.-αθλ.) παλαιό αγχέμαχο όπλο τών ιππέων και, μεταγενέστερα, όπλο ξιφασκίας<br /><b>3.</b> [[ξύλινος]] ή [[σιδερένιος]] [[μοχλός]] του αρότρου<br /><b>4.</b> <b>(υφαντ.)</b> [[καθένας]] από τους δύο κανόνες με τους οποίους συγκρατείται το [[χτένι]] όρθιου υφαντικού ιστού<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[βραχώδης]] ύφαλος μικρού πλάτους και σχετικά μεγάλου μήκους, [[οποίος]] [[είναι]] [[παράλληλος]] [[προς]] την [[ακτογραμμή]]<br /><b>6.</b> <b>βοτ.</b> μεγάλο βράκτιο [[φύλλο]] που περιβάλλει την [[ταξιανθία]] [[σπάδικας]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ναυμάχος]] [[σπάθη]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[σπαθί]] μικρού μήκους που χρησιμοποιήθηκε σε παλαιότερες εποχές ως όπλο [[κατά]] τις εμβολές σε εχθρικά πλοία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πλατύ [[κοπίδι]] από [[ξύλο]] ή [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> πλατύ και επίπεδο [[ξύλο]] το οποίο χρησιμοποιούσαν οι υφαντές στον όρθιο αργαλειό για να χτυπούν το [[υφάδι]] και να κάνουν πυκνό το ύφασμα («[[ὕφασμα]] τοῡτο, σῆς [[ἔργον]] χερὸς σπάθης τε πληγὰς ἔσιδε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> το πλατύ [[μέρος]] κουπιού<br /><b>4.</b> η [[ωμοπλάτη]]<br /><b>5.</b> [[ξυστρί]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σπάθαι</i><br />α) οι όνυχες άγκυρας («πλοῑον σὺν ἀγκύραις σιδηραῑς δυσὶ σὺν σπάθαις σιδηραῑς», πάπ.)<br />β) πλατιές πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[σπάθη]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>edh</i>- με σημ. «μακρύ, επίπεδο [[κομμάτι]] ξύλου» και αντιστοιχεί στα αρχ. σαξ. <i>spado</i>, αγγλοσαξ. <i>spade</i>, <i>spadu</i>, βόρ. άνω γερμ. <i>Spaten</i>, γερμ. <i>spadan</i>. Αξίζει [[επίσης]] να σημειωθούν τα λατ. δάνεια <i>spatha</i> και <i>spatula</i> <span style="color: red;"><</span> [[σπάθη]] «[[σπαθί]], [[σπάτουλα]]»].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σπάδη]] Α<br /><b>1.</b> μικρό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται, για την [[ανάμιξη]] διαφόρων υλικών και ουσιών, κν. [[σπάτουλα]]<br /><b>2.</b> ο [[μίσχος]] άνθους ή το [[στέλεχος]] κλάδου («τόξα δὲ εἶχον ἐκ φοίνικος σπάθης πεποιημένα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σπαθί]]<br /><b>2.</b> (στρ.-αθλ.) παλαιό αγχέμαχο όπλο τών ιππέων και, μεταγενέστερα, όπλο ξιφασκίας<br /><b>3.</b> [[ξύλινος]] ή [[σιδερένιος]] [[μοχλός]] του αρότρου<br /><b>4.</b> <b>(υφαντ.)</b> [[καθένας]] από τους δύο κανόνες με τους οποίους συγκρατείται το [[χτένι]] όρθιου υφαντικού ιστού<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[βραχώδης]] ύφαλος μικρού πλάτους και σχετικά μεγάλου μήκους, [[οποίος]] [[είναι]] [[παράλληλος]] [[προς]] την [[ακτογραμμή]]<br /><b>6.</b> <b>βοτ.</b> μεγάλο βράκτιο [[φύλλο]] που περιβάλλει την [[ταξιανθία]] [[σπάδικας]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ναυμάχος]] [[σπάθη]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[σπαθί]] μικρού μήκους που χρησιμοποιήθηκε σε παλαιότερες εποχές ως όπλο [[κατά]] τις εμβολές σε εχθρικά πλοία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πλατύ [[κοπίδι]] από [[ξύλο]] ή [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> πλατύ και επίπεδο [[ξύλο]] το οποίο χρησιμοποιούσαν οι υφαντές στον όρθιο αργαλειό για να χτυπούν το [[υφάδι]] και να κάνουν πυκνό το ύφασμα («[[ὕφασμα]] τοῦτο, σῆς [[ἔργον]] χερὸς σπάθης τε πληγὰς ἔσιδε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> το πλατύ [[μέρος]] κουπιού<br /><b>4.</b> η [[ωμοπλάτη]]<br /><b>5.</b> [[ξυστρί]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σπάθαι</i><br />α) οι όνυχες άγκυρας («πλοῑον σὺν ἀγκύραις σιδηραῑς δυσὶ σὺν σπάθαις σιδηραῑς», πάπ.)<br />β) πλατιές πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[σπάθη]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>edh</i>- με σημ. «μακρύ, επίπεδο [[κομμάτι]] ξύλου» και αντιστοιχεί στα αρχ. σαξ. <i>spado</i>, αγγλοσαξ. <i>spade</i>, <i>spadu</i>, βόρ. άνω γερμ. <i>Spaten</i>, γερμ. <i>spadan</i>. Αξίζει [[επίσης]] να σημειωθούν τα λατ. δάνεια <i>spatha</i> και <i>spatula</i> <span style="color: red;"><</span> [[σπάθη]] «[[σπαθί]], [[σπάτουλα]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm