Anonymous

τόνος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "εῑσαν" to "εῖσαν"
m (Text replacement - "<b class="b2">'([\w]+)'<\/b>" to "'$1'")
m (Text replacement - "εῑσαν" to "εῖσαν")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ο [[βαθμός]] έντασης ενός ήχου και, [[ιδίως]], της φωνής<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[χροιά]] ή το ύψος της φωνής (α. «δεν μού αρέσει ο [[τόνος]] της φωνής του» β. «[[μελαγχολικός]] [[τόνος]]» γ. «[[απαλός]] [[τόνος]]» δ. «φωνὴν μίαν ἱεῑσαν ἀνὰ τόνον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[τονισμός]]<br /><b>4.</b> (στην πυθαγόρεια [[θεωρία]]) [[διάστημα]]<br /><b>5.</b> ο [[βαθμός]] έντασης ενός χρώματος, η [[διαβάθμιση]] του φωτός και της [[σκιάς]] («[[ένας]] πιο [[σκούρος]] [[τόνος]] θα ταίριαζε περισσότερο»)<br /><b>6.</b> η [[τονικότητα]]<br /><b>7.</b> <b>(φιλοσ.)</b> (στους Στωικούς) α) συνώνυμο της προσπάθειας, ως δημιουργικής δύναμης που ενυπάρχει στη [[φύση]] και στον άνθρωπο<br />β) η δημιουργική [[δύναμη]] της φωτιάς με την οποία αυτή μεταβάλλεται σε αέρα, ύδωρ και γη («[[συνεκτικός]] [[τόνος]]» — η [[ενεργός]] [[δύναμη]] που συνέχει το [[σύμπαν]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> α) η [[ένταση]] ή το ύψος της φωνής [[κατά]] την [[εκφώνηση]] μιας γλωσσικής μονάδας, συλλαβής ή λέξης, ανώτερης του φθόγγου<br />β) καθένα από τα διακριτικά [[σημεία]] με τα οποία δηλώνεται ο [[τονισμός]] αυτός στην Ελληνική, όπως [[είναι]] η [[οξεία]], η [[βαρεία]] και η [[περισπωμένη]]<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> α) (στα εξωευρωπαϊκά μουσικά συστήματα) η [[απόσταση]] της μιας βαθμίδας της κλίμακας από την [[άλλη]]<br />β) (στην ευρωπαϊκή [[μουσική]]) η [[απόσταση]] τών [[δώδεκα]] τμημάτων<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> χοντρό [[σχοινί]], πλεγμένο από [[τρία]] ή [[τέσσερα]] μονόπλοκα [[σχοινιά]], που χρησιμεύει στην πρυμνοδέτηση και στη [[ρυμούλκηση]] του πλοίου<br /><b>4.</b> <b>φυσιολ.</b> α) η [[ελαφρά]] και μόνιμη [[συστολή]] ενός γραμμωτού μυός η οποία ελέγχεται από νευρικά κέντρα<br />β) η ενδοφθάλμια [[πίεση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βαρύς]] [[τόνος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η [[βαρεία]]<br />β) «[[οξύς]] [[τόνος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η [[οξεία]]<br />γ) «περισπώμενος [[τόνος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η [[περισπωμένη]]<br />δ) «[[δυναμικός]] [ή [[εντατικός]]] [[τόνος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> [[τόνος]] που εξαρτάται από την [[έξαρση]] της φωνής, από την εντονότερη [[προφορά]] και χαρακτηρίζει τις νεώτερες γλώσσες<br />ε) «[[μουσικός]] [[τόνος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> ο [[τόνος]] που εξαρτάται από το ύψος και τη [[διάρκεια]] της φωνής και χαρακτηρίζει [[κυρίως]] τις αρχαίες κλασικές γλώσσες<br />στ) «[[μυϊκός]] [[τόνος]]»<br /><b>φυσιολ.</b> [[τάση]] στην οποία υπόκειται [[κάθε]] [[σκελετικός]] μυς σε [[κατάσταση]] ηρεμίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] με το οποίο τεντώνεται [[κάτι]] ή το οποίο μπορεί να τεντωθεί, όπως [[είναι]] ένα [[σχοινί]], μια [[ταινία]], ένα [[νεύρο]] («οἱ τόνοι τῶν κλινέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> καθένα από τα έμβολα σχοινιού<br /><b>3.</b> (σχετικά με ζώο) [[νεύρο]], [[ιδίως]] της πνευμονογαστρικής χώρας<br /><b>4.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) α) [[κρεβάτι]], [[κλίνη]]<br />β) [[δίφρος]]<br /><b>5.</b> [[σειρά]], [[γραμμή]] από κίονες<br /><b>6.</b> [[ένταση]], [[τέντωμα]] («τὸν τῆς ὁλκῆς τόνον ὑπεκλῡσαι», Σωρ.)<br /><b>7.</b> [[ένταση]] σωματικής ή πνευματικής δύναμης<br /><b>8.</b> σωματική [[ενέργεια]] («ἰσχὺς καὶ [[τόνος]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>9.</b> (γενικά) [[δύναμη]], [[ισχύς]] («[[τόνος]] ὀργῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>μουσ.</b> α) η διατονική [[κλίμακα]]<br />β) διατονία, [[αρμονία]]<br /><b>11.</b> [[μέτρο]], [[ρυθμός]] («ἐν τριμέτρῳ τόνῳ, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> [[τάση]] ή [[διεύθυνση]] την οποία ακολουθεί [[κάποιος]] («εὐθὺν τόνον τρέχειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>13.</b> (σε <b>επιγρ.</b> της Τήνου) [[συνοικία]] πόλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τον</i>- της ρίζας του ρ. [[τείνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τείνω]])].<br /><b>(II)</b><br />παλαιότερη γρφ. τόννος, ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>μετρολ.</b> αγγλοσαξονική [[μονάδα]] μάζας ή δύναμης, ισοδύναμη με 2.000 λίβρες, [[δηλαδή]] 907,18 χιλιόγραμμα, για τον μικρό τόνο που χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ, ή με 2.240 λίβρες, [[δηλαδή]] 2.016,95 χιλιόγραμμα για τον μεγάλο τόνο που χρησιμοποιείται στην Αγγλία<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετρικός]] [[τόνος]]»<br /><b>μετρολ.</b> [[τόνος]] [[ισοδύναμος]] με [[μάζα]] 1.000 χιλιογράμμων που χρησιμοποιείται στο Διεθνές Σύστημα μονάδων ή με [[δύναμη]] 1.000 χιλιογράμμων που χρησιμοποιείται στο τεχνικό [[σύστημα]]<br />β) «[[τόνος]] εκτοπίσματος»<br /><b>ναυτ.</b> [[μονάδα]] χαρακτηριστική του μεγέθους τών επιβατηγών και πολεμικών πλοίων, η οποία αντιπροσωπεύει τον όγκο ενός μεγάλου τόνου θαλασσινού νερού, [[δηλαδή]] 35 κυβικούς πόδες<br />γ) «[[τόνος]] φόρτωσης»<br /><b>ναυτ.</b> παλαιά [[μονάδα]] χωρητικότητας εμπορικών πλοίων, το [[μέγεθος]] της οποίας ποικίλλει ανάλογα με το [[είδος]] του φορτίου<br />δ) «[[τόνος]] ισοδύναμου άνθρακα»<br /><b>(οικον.)</b> [[μονάδα]] που χρησιμεύει στην οικονομική [[επιστήμη]] για τη [[σύγκριση]] τών ποσοτήτων ενέργειας που μπορούν να αποληφθούν από διάφορες πηγές, με τον γαιάνθρακα ως υλικό αναφοράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>tonne</i> <span style="color: red;"><</span> υστερολατ. <i>tunna</i> με [[απλοποίηση]] τών δύο /n/ σε ένα].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ο [[βαθμός]] έντασης ενός ήχου και, [[ιδίως]], της φωνής<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[χροιά]] ή το ύψος της φωνής (α. «δεν μού αρέσει ο [[τόνος]] της φωνής του» β. «[[μελαγχολικός]] [[τόνος]]» γ. «[[απαλός]] [[τόνος]]» δ. «φωνὴν μίαν ἱεῖσαν ἀνὰ τόνον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[τονισμός]]<br /><b>4.</b> (στην πυθαγόρεια [[θεωρία]]) [[διάστημα]]<br /><b>5.</b> ο [[βαθμός]] έντασης ενός χρώματος, η [[διαβάθμιση]] του φωτός και της [[σκιάς]] («[[ένας]] πιο [[σκούρος]] [[τόνος]] θα ταίριαζε περισσότερο»)<br /><b>6.</b> η [[τονικότητα]]<br /><b>7.</b> <b>(φιλοσ.)</b> (στους Στωικούς) α) συνώνυμο της προσπάθειας, ως δημιουργικής δύναμης που ενυπάρχει στη [[φύση]] και στον άνθρωπο<br />β) η δημιουργική [[δύναμη]] της φωτιάς με την οποία αυτή μεταβάλλεται σε αέρα, ύδωρ και γη («[[συνεκτικός]] [[τόνος]]» — η [[ενεργός]] [[δύναμη]] που συνέχει το [[σύμπαν]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> α) η [[ένταση]] ή το ύψος της φωνής [[κατά]] την [[εκφώνηση]] μιας γλωσσικής μονάδας, συλλαβής ή λέξης, ανώτερης του φθόγγου<br />β) καθένα από τα διακριτικά [[σημεία]] με τα οποία δηλώνεται ο [[τονισμός]] αυτός στην Ελληνική, όπως [[είναι]] η [[οξεία]], η [[βαρεία]] και η [[περισπωμένη]]<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> α) (στα εξωευρωπαϊκά μουσικά συστήματα) η [[απόσταση]] της μιας βαθμίδας της κλίμακας από την [[άλλη]]<br />β) (στην ευρωπαϊκή [[μουσική]]) η [[απόσταση]] τών [[δώδεκα]] τμημάτων<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> χοντρό [[σχοινί]], πλεγμένο από [[τρία]] ή [[τέσσερα]] μονόπλοκα [[σχοινιά]], που χρησιμεύει στην πρυμνοδέτηση και στη [[ρυμούλκηση]] του πλοίου<br /><b>4.</b> <b>φυσιολ.</b> α) η [[ελαφρά]] και μόνιμη [[συστολή]] ενός γραμμωτού μυός η οποία ελέγχεται από νευρικά κέντρα<br />β) η ενδοφθάλμια [[πίεση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βαρύς]] [[τόνος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η [[βαρεία]]<br />β) «[[οξύς]] [[τόνος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η [[οξεία]]<br />γ) «περισπώμενος [[τόνος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η [[περισπωμένη]]<br />δ) «[[δυναμικός]] [ή [[εντατικός]]] [[τόνος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> [[τόνος]] που εξαρτάται από την [[έξαρση]] της φωνής, από την εντονότερη [[προφορά]] και χαρακτηρίζει τις νεώτερες γλώσσες<br />ε) «[[μουσικός]] [[τόνος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> ο [[τόνος]] που εξαρτάται από το ύψος και τη [[διάρκεια]] της φωνής και χαρακτηρίζει [[κυρίως]] τις αρχαίες κλασικές γλώσσες<br />στ) «[[μυϊκός]] [[τόνος]]»<br /><b>φυσιολ.</b> [[τάση]] στην οποία υπόκειται [[κάθε]] [[σκελετικός]] μυς σε [[κατάσταση]] ηρεμίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] με το οποίο τεντώνεται [[κάτι]] ή το οποίο μπορεί να τεντωθεί, όπως [[είναι]] ένα [[σχοινί]], μια [[ταινία]], ένα [[νεύρο]] («οἱ τόνοι τῶν κλινέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> καθένα από τα έμβολα σχοινιού<br /><b>3.</b> (σχετικά με ζώο) [[νεύρο]], [[ιδίως]] της πνευμονογαστρικής χώρας<br /><b>4.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) α) [[κρεβάτι]], [[κλίνη]]<br />β) [[δίφρος]]<br /><b>5.</b> [[σειρά]], [[γραμμή]] από κίονες<br /><b>6.</b> [[ένταση]], [[τέντωμα]] («τὸν τῆς ὁλκῆς τόνον ὑπεκλῡσαι», Σωρ.)<br /><b>7.</b> [[ένταση]] σωματικής ή πνευματικής δύναμης<br /><b>8.</b> σωματική [[ενέργεια]] («ἰσχὺς καὶ [[τόνος]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>9.</b> (γενικά) [[δύναμη]], [[ισχύς]] («[[τόνος]] ὀργῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>μουσ.</b> α) η διατονική [[κλίμακα]]<br />β) διατονία, [[αρμονία]]<br /><b>11.</b> [[μέτρο]], [[ρυθμός]] («ἐν τριμέτρῳ τόνῳ, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> [[τάση]] ή [[διεύθυνση]] την οποία ακολουθεί [[κάποιος]] («εὐθὺν τόνον τρέχειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>13.</b> (σε <b>επιγρ.</b> της Τήνου) [[συνοικία]] πόλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τον</i>- της ρίζας του ρ. [[τείνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τείνω]])].<br /><b>(II)</b><br />παλαιότερη γρφ. τόννος, ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>μετρολ.</b> αγγλοσαξονική [[μονάδα]] μάζας ή δύναμης, ισοδύναμη με 2.000 λίβρες, [[δηλαδή]] 907,18 χιλιόγραμμα, για τον μικρό τόνο που χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ, ή με 2.240 λίβρες, [[δηλαδή]] 2.016,95 χιλιόγραμμα για τον μεγάλο τόνο που χρησιμοποιείται στην Αγγλία<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετρικός]] [[τόνος]]»<br /><b>μετρολ.</b> [[τόνος]] [[ισοδύναμος]] με [[μάζα]] 1.000 χιλιογράμμων που χρησιμοποιείται στο Διεθνές Σύστημα μονάδων ή με [[δύναμη]] 1.000 χιλιογράμμων που χρησιμοποιείται στο τεχνικό [[σύστημα]]<br />β) «[[τόνος]] εκτοπίσματος»<br /><b>ναυτ.</b> [[μονάδα]] χαρακτηριστική του μεγέθους τών επιβατηγών και πολεμικών πλοίων, η οποία αντιπροσωπεύει τον όγκο ενός μεγάλου τόνου θαλασσινού νερού, [[δηλαδή]] 35 κυβικούς πόδες<br />γ) «[[τόνος]] φόρτωσης»<br /><b>ναυτ.</b> παλαιά [[μονάδα]] χωρητικότητας εμπορικών πλοίων, το [[μέγεθος]] της οποίας ποικίλλει ανάλογα με το [[είδος]] του φορτίου<br />δ) «[[τόνος]] ισοδύναμου άνθρακα»<br /><b>(οικον.)</b> [[μονάδα]] που χρησιμεύει στην οικονομική [[επιστήμη]] για τη [[σύγκριση]] τών ποσοτήτων ενέργειας που μπορούν να αποληφθούν από διάφορες πηγές, με τον γαιάνθρακα ως υλικό αναφοράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>tonne</i> <span style="color: red;"><</span> υστερολατ. <i>tunna</i> με [[απλοποίηση]] τών δύο /n/ σε ένα].
}}
}}
{{lsm
{{lsm