Anonymous

ἀνάθεμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀνάθεμα]])<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] [[είναι]] αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο [[κακό]], αφορισμένο, καταραμένο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]]<br />(στά Νεοελληνικά [[συνήθως]] σε [[συνεκφορά]] με την αναφορική [[αντωνυμία]] <i>που</i>) «π' [[ανάθεμα]] να γίνει» ([[κατάρα]] για πρόσωπα ή πράγματα)<br />«οὐκ εἰσοίσεις [[βδέλυγμα]] εἰς τὸν οἶκον σου καὶ [[ἀνάθεμα]] ἔσῃ [[ὥσπερ]] τοῡτο»<br /><b>2.</b> [[κατάρα]], [[αναθεματισμός]]<br /><b>(Εκκλ.)</b> [[αποκήρυξη]], [[αποβολή]] από την εκκλησιαστική [[κοινωνία]], [[αφορισμός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ. προσώπου ή πράγματος, με εμπρόθετο προσδιορισμό και αναφορική [[πρόταση]], για να δηλώσει τον άξιο κατάρας ή αποστροφής) «[[ανάθεμα]] την ώρα που σέ γνώρισα»<br />«ἀνάθεμά με, βασιλεῡ, καὶ τρὶς ἀνάθεμά με» (Προδρ. IV 89 a)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «στ' [[ανάθεμα]]» (μσν. «εἰς τὸ [[ἀνάθεμα]]»), για να εκφράσει [[κατάρα]] και [[αποστροφή]] για πρόσωπα και πράγματα άξια να πηγαίνουν στον [[τόπο]] του αναθέματος, του ολέθρου, να αφανιστούν<br />«σύρε στ' [[ανάθεμα]]» «ἄπελθε εἰς τὸ [[σκότος]] καὶ εἰς τὸ [[ἀνάθεμα]]» (χάσου!) (Θεοφ. 683)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] όπου ρίχνονται οι λίθοι του αναθέματος (<b>βλ.</b> <i>Λαογρ</i>.)<br /><b>2.</b> ο [[σωρός]] τών λίθων του αναθέματος<br /><b>3.</b> (ειδικές χρήσεις) α) με την αναφορική [[αντωνυμία]] <i>που</i>, η οποία προτάσσεται βραχυλογικά [[κατά]] [[παράλειψη]] του ονόματος<br />«π' ανάθεμά τον, μέ χτύπησε» <br />β) με [[πρόταση]] που εισάγεται με το <i>κι αν</i> για να δηλώσει έντονη [[άρνηση]]<br />«[[ανάθεμα]] κι αν έκλεισα [[μάτι]] [[απόψε]]» (δεν κοιμήθηκα [[καθόλου]])<br />γ) με [[αιτιατική]] που επέχει [[θέση]] αντικειμένου της επόμενης πρότασης για να δηλώσει έντονη [[άρνηση]]<br />«[[ανάθεμα]] τη [[μόρφωση]] που έχει», δεν έχει [[καθόλου]] [[μόρφωση]]<br /><b>4.</b> (φρ. κατάρας και αποστροφής) «άμε -πήγαινε -σύρε στ' [[ανάθεμα]]», χάσου, εξαφανίσου, πήγαινε στον διάβολο<br />«[[στέλνω]] στ' [[ανάθεμα]]», [[βλαστημώ]], διαβολοστέλνω<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανάθημα]], [[αφιέρωμα]], [[προσφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνατίθημι]]. Η λ. [[ἀνάθεμα]], παράλληλα [[προς]] το αρχ. [[ἀνάθημα]], σήμαινε ήδη στην Αρχαία «[[αφιέρωμα]] στον ναό του θεού». Η λ. απαντά στη [[μετάφραση]] <i>τών</i> Εβδομήκοντα (3ος-2ος π.Χ. [[αιώνας]]) τόσο με τη [[σημασία]] του αφιερώματος όσο και με τη [[σημασία]] του κακού, του καταραμένου πράγματος, που προκαλεί [[αποστροφή]]. Η δεύτερη [[σημασία]] της λ., η οποία διατηρήθηκε στη νεοελλ., προήλθε από την πρώτη, [[γιατί]] η λ. σήμανε ειδικότερα [[αφιέρωμα]] υπό μορφήν θυσίας στον θεό και συγχρόνως [[καθετί]] που καταστρέφεται σαν να γίνεται [[θυσία]] στον θεό και που θεωρείται γι' αυτό καταραμένο. Κατά την [[άποψη]] του Α. Παπαδόπουλου (<i>Αθηνά</i> 46, 205), [[είναι]] πιθανό ότι, [[πίσω]] από την εβραϊκή [[συνήθεια]] του αφιερώματος στον θεό με σφαγές και καταστροφές τών [[πόλεων]] του εχθρού, κρύβεται το πανάρχαιο [[έθιμο]] της προσφοράς θυσίας τών αιχμαλώτων πολέμου στον σύμμαχο θεό. Έτσι και το ρ. [[ἀναθεματίζω]] από τη [[σημασία]] «[[αφιερώνω]]» πέρασε στη [[σημασία]] «[[καταριέμαι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναθεματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναθεμάτος]], [[αναθεματούρι]]].
|mltxt=το (Α [[ἀνάθεμα]])<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] [[είναι]] αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο [[κακό]], αφορισμένο, καταραμένο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]]<br />(στά Νεοελληνικά [[συνήθως]] σε [[συνεκφορά]] με την αναφορική [[αντωνυμία]] <i>που</i>) «π' [[ανάθεμα]] να γίνει» ([[κατάρα]] για πρόσωπα ή πράγματα)<br />«οὐκ εἰσοίσεις [[βδέλυγμα]] εἰς τὸν οἶκον σου καὶ [[ἀνάθεμα]] ἔσῃ [[ὥσπερ]] τοῦτο»<br /><b>2.</b> [[κατάρα]], [[αναθεματισμός]]<br /><b>(Εκκλ.)</b> [[αποκήρυξη]], [[αποβολή]] από την εκκλησιαστική [[κοινωνία]], [[αφορισμός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ. προσώπου ή πράγματος, με εμπρόθετο προσδιορισμό και αναφορική [[πρόταση]], για να δηλώσει τον άξιο κατάρας ή αποστροφής) «[[ανάθεμα]] την ώρα που σέ γνώρισα»<br />«ἀνάθεμά με, βασιλεῡ, καὶ τρὶς ἀνάθεμά με» (Προδρ. IV 89 a)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «στ' [[ανάθεμα]]» (μσν. «εἰς τὸ [[ἀνάθεμα]]»), για να εκφράσει [[κατάρα]] και [[αποστροφή]] για πρόσωπα και πράγματα άξια να πηγαίνουν στον [[τόπο]] του αναθέματος, του ολέθρου, να αφανιστούν<br />«σύρε στ' [[ανάθεμα]]» «ἄπελθε εἰς τὸ [[σκότος]] καὶ εἰς τὸ [[ἀνάθεμα]]» (χάσου!) (Θεοφ. 683)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] όπου ρίχνονται οι λίθοι του αναθέματος (<b>βλ.</b> <i>Λαογρ</i>.)<br /><b>2.</b> ο [[σωρός]] τών λίθων του αναθέματος<br /><b>3.</b> (ειδικές χρήσεις) α) με την αναφορική [[αντωνυμία]] <i>που</i>, η οποία προτάσσεται βραχυλογικά [[κατά]] [[παράλειψη]] του ονόματος<br />«π' ανάθεμά τον, μέ χτύπησε» <br />β) με [[πρόταση]] που εισάγεται με το <i>κι αν</i> για να δηλώσει έντονη [[άρνηση]]<br />«[[ανάθεμα]] κι αν έκλεισα [[μάτι]] [[απόψε]]» (δεν κοιμήθηκα [[καθόλου]])<br />γ) με [[αιτιατική]] που επέχει [[θέση]] αντικειμένου της επόμενης πρότασης για να δηλώσει έντονη [[άρνηση]]<br />«[[ανάθεμα]] τη [[μόρφωση]] που έχει», δεν έχει [[καθόλου]] [[μόρφωση]]<br /><b>4.</b> (φρ. κατάρας και αποστροφής) «άμε -πήγαινε -σύρε στ' [[ανάθεμα]]», χάσου, εξαφανίσου, πήγαινε στον διάβολο<br />«[[στέλνω]] στ' [[ανάθεμα]]», [[βλαστημώ]], διαβολοστέλνω<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανάθημα]], [[αφιέρωμα]], [[προσφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνατίθημι]]. Η λ. [[ἀνάθεμα]], παράλληλα [[προς]] το αρχ. [[ἀνάθημα]], σήμαινε ήδη στην Αρχαία «[[αφιέρωμα]] στον ναό του θεού». Η λ. απαντά στη [[μετάφραση]] <i>τών</i> Εβδομήκοντα (3ος-2ος π.Χ. [[αιώνας]]) τόσο με τη [[σημασία]] του αφιερώματος όσο και με τη [[σημασία]] του κακού, του καταραμένου πράγματος, που προκαλεί [[αποστροφή]]. Η δεύτερη [[σημασία]] της λ., η οποία διατηρήθηκε στη νεοελλ., προήλθε από την πρώτη, [[γιατί]] η λ. σήμανε ειδικότερα [[αφιέρωμα]] υπό μορφήν θυσίας στον θεό και συγχρόνως [[καθετί]] που καταστρέφεται σαν να γίνεται [[θυσία]] στον θεό και που θεωρείται γι' αυτό καταραμένο. Κατά την [[άποψη]] του Α. Παπαδόπουλου (<i>Αθηνά</i> 46, 205), [[είναι]] πιθανό ότι, [[πίσω]] από την εβραϊκή [[συνήθεια]] του αφιερώματος στον θεό με σφαγές και καταστροφές τών [[πόλεων]] του εχθρού, κρύβεται το πανάρχαιο [[έθιμο]] της προσφοράς θυσίας τών αιχμαλώτων πολέμου στον σύμμαχο θεό. Έτσι και το ρ. [[ἀναθεματίζω]] από τη [[σημασία]] «[[αφιερώνω]]» πέρασε στη [[σημασία]] «[[καταριέμαι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναθεματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναθεμάτος]], [[αναθεματούρι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm