Anonymous

ἄκοπος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι"
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκοπος]], -ον) (και άκοβος, -η, -ο)<br />αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο [[ολόκληρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη [[ρίζα]], τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει αλεστεί ([[σιτάρι]], [[καφές]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί ή [[είναι]] δύσκολο να κοπεί «σκληρό [[ξύλο]]<br />άκοβο»<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χάσει το [[κύρος]] του<br />«[[άκοπα]] έθιμα»<br /><b>5.</b> αυτός που δεν κόβει ή δεν κόβει καλά<br />«άκοπο [[ψαλίδι]]»<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν έχει κοπεί από τα σκουλήκια (<b>Αριστοτ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκοπος]], -ον)<br />αυτός που δεν προκαλεί κόπο, που δεν κουράζει<br />«άκοπη [[εργασία]]»<br /><b>αρχ.</b><br />«τοῑς τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι» (<b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ακούραστος]]<br />«[[ἄκοπος]] κατακινεῑσθαι» (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ξεκουράζει «κατὰ τὰς ὁδοὺς ποιοῦμαι τοὺς περιπάτους<br />φησὶ γὰρ ἀκοπωτέρους [[εἶναι]] τῶν ἐν τοῖς δρόμοις» (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ἡ [[ἄκοπος]] (Γαληνός) ή <i>τὸ ἄκοπον</i> (Γαληνός, Διοσκορίδης)<br />το δυναμωτικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[άκοπα]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκοπος]], -ον) (και άκοβος, -η, -ο)<br />αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο [[ολόκληρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη [[ρίζα]], τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει αλεστεί ([[σιτάρι]], [[καφές]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί ή [[είναι]] δύσκολο να κοπεί «σκληρό [[ξύλο]]<br />άκοβο»<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χάσει το [[κύρος]] του<br />«[[άκοπα]] έθιμα»<br /><b>5.</b> αυτός που δεν κόβει ή δεν κόβει καλά<br />«άκοπο [[ψαλίδι]]»<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν έχει κοπεί από τα σκουλήκια (<b>Αριστοτ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκοπος]], -ον)<br />αυτός που δεν προκαλεί κόπο, που δεν κουράζει<br />«άκοπη [[εργασία]]»<br /><b>αρχ.</b><br />«τοῑς τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι» (<b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ακούραστος]]<br />«[[ἄκοπος]] κατακινεῖσθαι» (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ξεκουράζει «κατὰ τὰς ὁδοὺς ποιοῦμαι τοὺς περιπάτους<br />φησὶ γὰρ ἀκοπωτέρους [[εἶναι]] τῶν ἐν τοῖς δρόμοις» (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ἡ [[ἄκοπος]] (Γαληνός) ή <i>τὸ ἄκοπον</i> (Γαληνός, Διοσκορίδης)<br />το δυναμωτικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[άκοπα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm