3,258,334
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἐνθουσιασμός]]) [[ενθουσιάζω]]<br />παράφορη [[έξαρση]] ψυχικών διαθέσεων που [[είτε]] [[είναι]] ενδιάθετη [[είτε]] εκδηλώνεται με [[χαρά]] ή [[ορμή]] για [[ενέργεια]] ή με επευφημίες («τῆς δυνάμεως ἐπιγνούσης το [[συμβεβηκός]], | |mltxt=ο (AM [[ἐνθουσιασμός]]) [[ενθουσιάζω]]<br />παράφορη [[έξαρση]] ψυχικών διαθέσεων που [[είτε]] [[είναι]] ενδιάθετη [[είτε]] εκδηλώνεται με [[χαρά]] ή [[ορμή]] για [[ενέργεια]] ή με επευφημίες («τῆς δυνάμεως ἐπιγνούσης το [[συμβεβηκός]], τοιοῦτος [[ἐνθουσιασμός]] ἐγένετο», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />έντονη [[ορμή]] [[προς]] κάποια [[επιδίωξη]], ζωηρή [[διάθεση]] για [[κάτι]] ευχάριστο («έσβησε ο [[ενθουσιασμός]] του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έξαλλη [[κατάσταση]], [[φρενίτιδα]] που προέρχεται από [[παραφορά]] ή από [[πάθος]] («[[ἄλογος]] [[ἐνθουσιασμός]]», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> ψυχική [[έξαρση]] που προκαλείται από μουσικά [[μέλη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |