Anonymous

ἐνθουσιασμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐνθουσιασμός]]) [[ενθουσιάζω]]<br />παράφορη [[έξαρση]] ψυχικών διαθέσεων που [[είτε]] [[είναι]] ενδιάθετη [[είτε]] εκδηλώνεται με [[χαρά]] ή [[ορμή]] για [[ενέργεια]] ή με επευφημίες («τῆς δυνάμεως ἐπιγνούσης το [[συμβεβηκός]], τοιοῡτος [[ἐνθουσιασμός]] ἐγένετο», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />έντονη [[ορμή]] [[προς]] κάποια [[επιδίωξη]], ζωηρή [[διάθεση]] για [[κάτι]] ευχάριστο («έσβησε ο [[ενθουσιασμός]] του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έξαλλη [[κατάσταση]], [[φρενίτιδα]] που προέρχεται από [[παραφορά]] ή από [[πάθος]] («[[ἄλογος]] [[ἐνθουσιασμός]]», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> ψυχική [[έξαρση]] που προκαλείται από μουσικά [[μέλη]].
|mltxt=ο (AM [[ἐνθουσιασμός]]) [[ενθουσιάζω]]<br />παράφορη [[έξαρση]] ψυχικών διαθέσεων που [[είτε]] [[είναι]] ενδιάθετη [[είτε]] εκδηλώνεται με [[χαρά]] ή [[ορμή]] για [[ενέργεια]] ή με επευφημίες («τῆς δυνάμεως ἐπιγνούσης το [[συμβεβηκός]], τοιοῦτος [[ἐνθουσιασμός]] ἐγένετο», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />έντονη [[ορμή]] [[προς]] κάποια [[επιδίωξη]], ζωηρή [[διάθεση]] για [[κάτι]] ευχάριστο («έσβησε ο [[ενθουσιασμός]] του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έξαλλη [[κατάσταση]], [[φρενίτιδα]] που προέρχεται από [[παραφορά]] ή από [[πάθος]] («[[ἄλογος]] [[ἐνθουσιασμός]]», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> ψυχική [[έξαρση]] που προκαλείται από μουσικά [[μέλη]].
}}
}}
{{elru
{{elru