Anonymous

ὑπηνέμιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. ὑπανέμιος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον άνεμο, που φέρεται από τον άνεμο («κάνθαροι ὑπανέμιοι φορέονται», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παρασύρεται από τον άνεμο ή διασκορπίζεται σαν τον άνεμο («τὸν δὲ πλοῡτον ἐκεῖνον ὑπηνέμιον φέρεσθαι παρασκευάσας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που προμηνύει άνεμο<br /><b>4.</b> [[γεμάτος]] αέρα («ὑπηνέμια ὠά»<br />i) άγονα αβγά<br />ii) κλούβια αβγά, <b>Πλάτ.</b>, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) γρήγορος σαν τον άνεμο (α. «ποὺς [[ὑπηνέμιος]]», <b>Νόνν.</b><br />β. «φυγαῑς ἀπαύστοις ἀνθρώπων ὑπηνεμίων», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[κούφιος]], [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]]<br />γ) (για πράγμ. και καταστάσεις) [[κενός]], [[μάταιος]], [[αναποτελεσματικός]] («[[πάντα]] ἐκεῖνα ὑπηνέμια ὀνείρατα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπηνέμιον [[κύημα]]» και «λοχεῑαι καὶ ὠδῑνες ὑπηνέμιοι» — [[ψευδής]] [[εγκυμοσύνη]], [[ανεμογγάστρι]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />β) «ὑπηνέμιον ὠόν» — το [[αβγό]] που γέννησε η Νύκτα μόνη της, [[χωρίς]] σπόρο (<b>Αριστοφ.</b>)<br />γ) «[[ὑπηνέμιος]] παῑς» — ο Ήφαιστος, που γεννήθηκε από την Ήρα [[χωρίς]] αυτή να συνευρεθεί με κανέναν (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄνεμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=και δωρ. τ. ὑπανέμιος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον άνεμο, που φέρεται από τον άνεμο («κάνθαροι ὑπανέμιοι φορέονται», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παρασύρεται από τον άνεμο ή διασκορπίζεται σαν τον άνεμο («τὸν δὲ πλοῦτον ἐκεῖνον ὑπηνέμιον φέρεσθαι παρασκευάσας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που προμηνύει άνεμο<br /><b>4.</b> [[γεμάτος]] αέρα («ὑπηνέμια ὠά»<br />i) άγονα αβγά<br />ii) κλούβια αβγά, <b>Πλάτ.</b>, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) γρήγορος σαν τον άνεμο (α. «ποὺς [[ὑπηνέμιος]]», <b>Νόνν.</b><br />β. «φυγαῑς ἀπαύστοις ἀνθρώπων ὑπηνεμίων», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[κούφιος]], [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]]<br />γ) (για πράγμ. και καταστάσεις) [[κενός]], [[μάταιος]], [[αναποτελεσματικός]] («[[πάντα]] ἐκεῖνα ὑπηνέμια ὀνείρατα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπηνέμιον [[κύημα]]» και «λοχεῑαι καὶ ὠδῑνες ὑπηνέμιοι» — [[ψευδής]] [[εγκυμοσύνη]], [[ανεμογγάστρι]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />β) «ὑπηνέμιον ὠόν» — το [[αβγό]] που γέννησε η Νύκτα μόνη της, [[χωρίς]] σπόρο (<b>Αριστοφ.</b>)<br />γ) «[[ὑπηνέμιος]] παῑς» — ο Ήφαιστος, που γεννήθηκε από την Ήρα [[χωρίς]] αυτή να συνευρεθεί με κανέναν (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄνεμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}
{{lsm
{{lsm