Anonymous

συμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς"
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]], συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(τριτοπρόσ.)</b> <i>συμβαίνει</i><br />γίνεται [[κάτι]], συντελείται [[κάτι]], [[ιδίως]] τυχαία (α. «συμβαίνει [[συχνά]] να καθυστερεί το [[δρομολόγιο]]» β. «συμβαίνει τῷ πλοίω ἀργεῖν», πάπ.<br />γ. «συμβαίνει τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ [[εἶναι]]», Αριστ.)<br /><b>3.</b> [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]] (α. «ξέρεις τί θα συμβεί, αν συνεχίσεις τα [[ίδια]]» β. «συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι», πάπ.)<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το συμβαίνον</i> και <i>τὸ συμβαῑνον</i><br />αυτό που συμβαίνει, το [[περιστατικό]] που συντελείται (α. «η [[κυβέρνηση]] ενημερώθηκε [[αμέσως]] για τα συμβαίνοντα» β. «δεῑ οὖν πρὸς τὰ συμβαίνοντα... τούτοις χρῆσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. αορ. ως ουσ.) το [[συμβάν]]<br />[[περιστατικό]], [[γεγονός]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το [[συμβεβηκός]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> α) το τυχαίο [[γεγονός]]<br />β) (στους επικούρειους) ουσιώδες [[κατηγόρημα]], χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]]<br />γ) (στους στωικούς) [[επακολούθημα]]<br />δ) (στον <b>Αριστοτ.</b>) [[καθετί]] που ενυπάρχει σε ένα [[υποκείμενο]] και [[είναι]] αληθινό, η ύπαρξη του οποίου όμως δεν [[είναι]] [[ούτε]] αναγκαία [[ούτε]] συχνή<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] [[συμβεβηκός]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> [[κατά]] τύχην, τυχαία<br />β) «αν συμβεί [[κάτι]]» και «ἄν τι συμβῇ»<br />([[ευφημισμός]]) αν έλθει ένα [[κακό]], αν επέλθει [[καμιά]] [[συμφορά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το [[συμβεβηκός]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> επίκτητο ή και έμφυτο [[γνώρισμα]] το οποίο δεν επηρεάζει καταλυτικά την [[ουσία]] μιας έμψυχης ή άψυχης υπόστασης<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. μτχ. αορ. ως επίρρ.) [[πιθανώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] με τα πόδια ενωμένα («[[Παλλάδιον]] τοῖς ποσὶ [[συμβεβηκός]]», <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βαδίζω]] [[προς]] το ίδιο [[σημείο]], [[συναντώ]] («ἐκ δὲ τῆς μάχης ταύτης συνέβησαν οἱ στρατιῶται αὐτοὶ αὐτοῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]] («συνέβησαν [[ὥστε]] τριηκοσίους μάχεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι («ὅτι γενναίως ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τοῦ νείκους ξυνέβητον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμφωνώ]] («χρησμοί τε συμβαίνουσι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (για εξαγόμενα αριθμητικών πράξεων) [[συμπίπτω]], [[συμφωνώ]]<br /><b>7.</b> [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]] («τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῖς τείχεσιν... συμβαίνειν οἱ τεχνῑται λέγουσι», Μάρκ. Αυρ.)<br /><b>8.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον, [[συναναστρέφομαι]] ευχάριστα («οὺ... Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> τάσσομαι με το [[μέρος]] κάποιου («συμβαίνειν ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων», Δίον. Αλ.)<br /><b>10.</b> [[παραστέκω]], [[βοηθώ]] κάποιον («ὅν οὐδαμοῡ φῄς οὐδὲ συμβῆναι ποδί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>11.</b> [[αντιστοιχώ]] με [[κάτι]] («ὁ [[χρόνος]] ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> [[πέφτω]] στον κλήρο κάποιου, [[τυχαίνω]] σε κάποιον («αἵ μοι συμβαίνουσ' ἆται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>13.</b> [[είμαι]] [[σύμβολο]] ή χαρακτηριστικό κάποιου («ξυνεβεβήκει... Ἀθηναίοις τοῦτο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> (για χρησμό) εκπληρώνομαι («καὶ δοκεῑ τὸ μαντεῑον [[τοὐναντίον]] ξυμβῆναι ἤ προσεδέχοντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>15.</b> [[αποβαίνω]], [[καταλήγω]] («τὰ μητρὸς... ἔχθιστα συμβέβηκεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>16.</b> (σε [[λογική]] [[ακολουθία]]) [[έπομαι]] ως [[συμπέρασμα]]<br /><b>17.</b> (το ουδ. αόρ. ως ουσ.) επακόλουθο, [[αποτέλεσμα]]<br /><b>18.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμβαίνω]] εἰς τὸ [[μέσον]]» — [[αποδέχομαι]] κάποιο συμβιβασμό (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «λόγοις [[συμβαίνω]]» — [[κάνω]] προφορική [[συμφωνία]] ή [[συνεννόηση]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «τοῡ συμβαίνοντὸς ἐστι» — [[είναι]] καθημερινή [[υπόθεση]] <b>(Ισαί.)</b><br />δ) «[[συμβαίνω]] κακοῑς» — [[συνεργώ]] στην [[αύξηση]] τών κακών (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]], συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(τριτοπρόσ.)</b> <i>συμβαίνει</i><br />γίνεται [[κάτι]], συντελείται [[κάτι]], [[ιδίως]] τυχαία (α. «συμβαίνει [[συχνά]] να καθυστερεί το [[δρομολόγιο]]» β. «συμβαίνει τῷ πλοίω ἀργεῖν», πάπ.<br />γ. «συμβαίνει τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ [[εἶναι]]», Αριστ.)<br /><b>3.</b> [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]] (α. «ξέρεις τί θα συμβεί, αν συνεχίσεις τα [[ίδια]]» β. «συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι», πάπ.)<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το συμβαίνον</i> και <i>τὸ συμβαῑνον</i><br />αυτό που συμβαίνει, το [[περιστατικό]] που συντελείται (α. «η [[κυβέρνηση]] ενημερώθηκε [[αμέσως]] για τα συμβαίνοντα» β. «δεῑ οὖν πρὸς τὰ συμβαίνοντα... τούτοις χρῆσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. αορ. ως ουσ.) το [[συμβάν]]<br />[[περιστατικό]], [[γεγονός]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το [[συμβεβηκός]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> α) το τυχαίο [[γεγονός]]<br />β) (στους επικούρειους) ουσιώδες [[κατηγόρημα]], χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]]<br />γ) (στους στωικούς) [[επακολούθημα]]<br />δ) (στον <b>Αριστοτ.</b>) [[καθετί]] που ενυπάρχει σε ένα [[υποκείμενο]] και [[είναι]] αληθινό, η ύπαρξη του οποίου όμως δεν [[είναι]] [[ούτε]] αναγκαία [[ούτε]] συχνή<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] [[συμβεβηκός]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> [[κατά]] τύχην, τυχαία<br />β) «αν συμβεί [[κάτι]]» και «ἄν τι συμβῇ»<br />([[ευφημισμός]]) αν έλθει ένα [[κακό]], αν επέλθει [[καμιά]] [[συμφορά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το [[συμβεβηκός]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> επίκτητο ή και έμφυτο [[γνώρισμα]] το οποίο δεν επηρεάζει καταλυτικά την [[ουσία]] μιας έμψυχης ή άψυχης υπόστασης<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. μτχ. αορ. ως επίρρ.) [[πιθανώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] με τα πόδια ενωμένα («[[Παλλάδιον]] τοῖς ποσὶ [[συμβεβηκός]]», <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βαδίζω]] [[προς]] το ίδιο [[σημείο]], [[συναντώ]] («ἐκ δὲ τῆς μάχης ταύτης συνέβησαν οἱ στρατιῶται αὐτοὶ αὐτοῖς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]] («συνέβησαν [[ὥστε]] τριηκοσίους μάχεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι («ὅτι γενναίως ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τοῦ νείκους ξυνέβητον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμφωνώ]] («χρησμοί τε συμβαίνουσι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (για εξαγόμενα αριθμητικών πράξεων) [[συμπίπτω]], [[συμφωνώ]]<br /><b>7.</b> [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]] («τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῖς τείχεσιν... συμβαίνειν οἱ τεχνῑται λέγουσι», Μάρκ. Αυρ.)<br /><b>8.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον, [[συναναστρέφομαι]] ευχάριστα («οὺ... Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> τάσσομαι με το [[μέρος]] κάποιου («συμβαίνειν ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων», Δίον. Αλ.)<br /><b>10.</b> [[παραστέκω]], [[βοηθώ]] κάποιον («ὅν οὐδαμοῡ φῄς οὐδὲ συμβῆναι ποδί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>11.</b> [[αντιστοιχώ]] με [[κάτι]] («ὁ [[χρόνος]] ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> [[πέφτω]] στον κλήρο κάποιου, [[τυχαίνω]] σε κάποιον («αἵ μοι συμβαίνουσ' ἆται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>13.</b> [[είμαι]] [[σύμβολο]] ή χαρακτηριστικό κάποιου («ξυνεβεβήκει... Ἀθηναίοις τοῦτο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> (για χρησμό) εκπληρώνομαι («καὶ δοκεῑ τὸ μαντεῑον [[τοὐναντίον]] ξυμβῆναι ἤ προσεδέχοντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>15.</b> [[αποβαίνω]], [[καταλήγω]] («τὰ μητρὸς... ἔχθιστα συμβέβηκεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>16.</b> (σε [[λογική]] [[ακολουθία]]) [[έπομαι]] ως [[συμπέρασμα]]<br /><b>17.</b> (το ουδ. αόρ. ως ουσ.) επακόλουθο, [[αποτέλεσμα]]<br /><b>18.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμβαίνω]] εἰς τὸ [[μέσον]]» — [[αποδέχομαι]] κάποιο συμβιβασμό (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «λόγοις [[συμβαίνω]]» — [[κάνω]] προφορική [[συμφωνία]] ή [[συνεννόηση]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «τοῡ συμβαίνοντὸς ἐστι» — [[είναι]] καθημερινή [[υπόθεση]] <b>(Ισαί.)</b><br />δ) «[[συμβαίνω]] κακοῑς» — [[συνεργώ]] στην [[αύξηση]] τών κακών (<b>Ευρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm