Anonymous

στακτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΝΜΑ [[στάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «στακτό [[κόμμι]]»<br /><b>χημ.</b> [[κόμμι]] που προέρχεται από ένα [[είδος]] γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του αραβικού κόμμεος, ως [[υδρόχρωμα]] και στη [[φαρμακευτική]] ως καθαρτικό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκρέει [[αργά]], [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «μύροισιν μυρίσαι στακτοῑς», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «τῆς σμύρνης δὲ ἡ μὲν [[στακτή]], ἡ δὲ [[πλαστή]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για [[λάδι]]) αυτό που εκρέει μόνο του, [[χωρίς]] [[μηχανική]] [[πίεση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στακτὴ [[κονία]]» — η [[στακτή]], η [[αλισίβα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ στακτά</i><br />αγγεία [[κατάλληλα]] για [[διήθηση]].
|mltxt=-ή, -όν, ΝΜΑ [[στάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «στακτό [[κόμμι]]»<br /><b>χημ.</b> [[κόμμι]] που προέρχεται από ένα [[είδος]] γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του αραβικού κόμμεος, ως [[υδρόχρωμα]] και στη [[φαρμακευτική]] ως καθαρτικό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκρέει [[αργά]], [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «τῆς σμύρνης δὲ ἡ μὲν [[στακτή]], ἡ δὲ [[πλαστή]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για [[λάδι]]) αυτό που εκρέει μόνο του, [[χωρίς]] [[μηχανική]] [[πίεση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στακτὴ [[κονία]]» — η [[στακτή]], η [[αλισίβα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ στακτά</i><br />αγγεία [[κατάλληλα]] για [[διήθηση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm