Anonymous

τάξη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς"
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[τάξις]], -εως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ιος Α [[τάσσω]]<br /><b>1.</b> η [[κατά]] ορισμένη [[σειρά]] ή [[κατά]] ορισμένο τρόπο [[κατάταξη]] (α. «χρονολογική [[τάξη]]» β. «ἡμερῶν τάξεως εἰς μηνῶν περιόδους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[κατά]] τρόπο αρμονικό [[διευθέτηση]], [[τακτοποίηση]], [[κανονικότητα]] (α. «[[προσπαθώ]] να βάλω σε [[τάξη]] τις σκέψεις μου» β. «τάξιν έχειν», Θεόφρ.<br />γ. «εἰς τάξιν αὐτὸ ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών προσώπων μιας κοινωνικής κατηγορίας που κατέχουν όμοια κοινωνική [[θέση]], ανήκουν στο ίδιο κοινωνικό επίπεδο και τα οποία για τον λόγο αυτό έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά (α. «η [[τάξη]] τών διανοουμένων» β. «η [[τάξη]] τών αρχόντων» γ. «η [[τάξη]] τών πλουσίων» δ. «η [[τάξη]] τών καλλιεργητών» ε. «ἐπὶ τῇ προαιρέσει τῶν πολιτευμάτων ἐπαινούμενον ὅτι τῆς [[μέσης]] τάξεως ἦν», Διον. Αλ.<br />στ. «επειδὴ και τούτων ἑκατέρου τοῦ φύλου τὴν τάξιν [[οἶσθα]], ἤδη ποτ' ἐπισκέψω εἰς ποτέραν τῶν τάξεων τούτων σαυτὸν δικαίως ἄν τάττοῑς;», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[υποδιαίρεση]] ομάδας προσώπων ή πραγμάτων σύμφωνα με τα κοινά τους γνωρίσματα ή τον κοινό τους χαρακτήρα, [[κατηγορία]] (α. «[[τάξη]] της Ακαδημίας» — καθεμιά από τις υποδιαιρέσεις της Ακαδημίας σε επιστημονικούς κλάδους<br />β. «[[ὅπως]] ταγῇ τὰ ἄνομα αὐτοῡ ἐν τῇ τῶν τετελευτηκότων τάξει», πάπ.)<br /><b>5.</b> [[τοποθέτηση]] τών στρατιωτών [[κατά]] [[σειρά]], [[γραμμή]] στρατιωτών (α. «πυκνή [[τάξη]]» β. «[[πεντήκοντα]] άνδρες ἡ πρώτη [[τάξις]] ἦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[τρόπος]] με τον οποίο διατάσσονται στρατεύματα ή πλοία για [[μάχη]], [[πορεία]] ή [[επιθεώρηση]] (α. «[[τάξη]] ακροβολισμού» β. «[[τάξη]] αγκυροβολίας» γ. «ἵνα... μὴ διασπασθείη αὐτοῑς ἡ [[τάξις]]», <b>Θουκ.</b><br />δ. «τῶν μὲν... σὺν κόσμῳ ναυμαχεόντων καὶ [[κατά]] τάξιν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[κατάσταση]] (α. «απ' την [[τάξη]] τη μουχλή στο πατρικό μου να [[γερνώ]]», Μαλακ.<br />β. «συχνούς δὲ παντελώς πηρωθέντας τὰς ὁράσεις... εἰς τὴν προϋπάρξασαν ἀποκαθίστασθαι τάξιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>8.</b> εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] (α. «η [[τάξη]] τών διακόνων» β. «ἱερέα... κατὰ τὴν τάξιν Ἀαρών», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[θεμελιώδης]] [[έννοια]] στην οποία ανακλάται ο [[τρόπος]] ύπαρξης και διαδοχής ως [[προς]] τον χώρο και τον χρόνο πραγμάτων, γεγονότων και φαινομένων βάσει ορισμένων νόμων και αρχών [[έτσι]] ώστε το καθένα να κατέχει και να διατηρεί μια ορισμένη [[θέση]] [[μέσα]] σε ένα συστηματικά δομημένο [[σύνολο]] (α. «η [[τάξη]] της φύσης» β. «η [[τάξη]] του σύμπαντος»)<br /><b>2.</b> [[ισορροπία]] και [[συνοχή]] τών κοινωνικών σχέσεων, που διασφαλίζονται με την καλή [[λειτουργία]] του συστήματος νόμων και θεσμών οι οποίοι διέπουν μια [[κοινωνία]] στο οικονομικό, πολιτικό, νομικό, διοικητικό επίπεδο (α. «πρώτο [[μέλημα]] τών ειρηνευτικών δυνάμεων [[είναι]] η [[αποκατάσταση]] της τάξης» β. «[[τάξη]] και [[ασφάλεια]] επικρατεί σε ολόκληρη τη [[χώρα]]»)<br /><b>3.</b> <b>βιολ.</b> α) [[συστηματική]] [[μονάδα]] που χρησιμοποιείται στην ταξινομική [[κατάταξη]] και η οποία βρίσκεται [[μεταξύ]] ομοταξίας και οικογένειας<br />β) [[κίνηση]] προσανατολισμού γενετικά καθορισμένη την οποία εκδηλώνει [[ένας]] [[οργανισμός]], [[συνήθως]] ένα απλό [[φυτό]] ή ζώο, και που προκαλείται και διατηρείται από ένα [[ερέθισμα]] του εξωτερικού περιβάλλοντος, αλλ. [[ταξία]]<br /><b>4.</b> (κληρον. δίκ.) [[ομάδα]] συγκεκριμένων κληρονόμων στην εξ αδιαθέτου [[διαδοχή]] σύμφωνα με διαχωρισμό τους από τον νόμο και με τέτοιον τρόπο ώστε όσοι ανήκουν σε [[κατά]] [[σειρά]] προηγούμενη [[ομάδα]], [[δηλαδή]] [[τάξη]], να αποκλείουν από την [[κληρονομία]] όλους τους άλλους<br /><b>5.</b> καθεμιά από τις υποδιαιρέσεις ενός πλήρους κύκλου σπουδών που αντιστοιχεί σε ένα σχολικό [[έτος]] (α. «[[είναι]] [[δάσκαλος]] στην πρώτη [[τάξη]]» β. «έμεινε στην [[ίδια]] [[τάξη]]» — απορρίφθηκε)<br /><b>6.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[σύνολο]] τών μαθητών που εντάσσονται στην [[υποδιαίρεση]] αυτή («[[σήμερα]] ο [[δάσκαλος]] εξέτασε όλη την [[τάξη]]»)<br /><b>7.</b> <b>συνεκδ.</b> καθεμιά από τις αίθουσες διδασκαλίας τών σχολείων («οι μαθητές στόλισαν την [[τάξη]] για τη [[γιορτή]] τών Χριστουγέννων»)<br /><b>8.</b> [[διαβάθμιση]] αξιώματος, ιεραρχική [[διαβάθμιση]] (α. «[[πρώτος]] τη τάξει [[υπουργός]]» β. «[[τμηματάρχης]] πρώτης τάξεως»)<br /><b>9.</b> [[βαθμός]], [[βαθμίδα]], ποιοτική [[αξία]] (α. «ύφασμα πρώτης τάξεως» β. «ήταν [[γεύμα]] πρώτης τάξεως»)<br /><b>10.</b> [[ευπρέπεια]], [[κοσμιότητα]] («με [[τάξη]] και με φρόνεψη εμπήκαν κι εθωρούσα», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>(σπάν.)</b> η [[εμμηνορρυσία]] τών [[γυναικών]], η [[περίοδος]] («έχει την [[τάξη]] της αυτές τις μέρες»)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «κοινωνική [[τάξη]]»<br /><b>(κοινων.)</b> i) η [[ομάδα]] τών ατόμων που ανήκουν σε μια [[τάξη]] ιστορικά προσδιορισμένη στα πλαίσια της κοινωνίας και τα οποία διακρίνονται από τον τρόπο ζωής τους και από την [[ιδεολογία]] τους<br />ii) ([[κατά]] τη μαρξιστ. [[αντίληψη]]) [[μεγάλη]] [[ομάδα]] ατόμων, ιστορικά συγκροτημένη, που διαφέρει από τις άλλες ομάδες σε ό,τι αφορά τη [[θέση]] την οποία κατέχει [[μέσα]] σε ένα ορισμένο [[σύστημα]] κοινωνικής παραγωγής αγαθών, τη [[σχέση]] της [[έναντι]] τών μέσων παραγωγής, τον ρόλο που εκπληρώνει στην κοινωνική [[οργάνωση]] της εργασίας, τον τρόπο με τον οποίο αποκτά το μερίδιό της από τον κοινωνικό πλούτο [[καθώς]] και ως [[προς]] το [[μέγεθος]] του μεριδίου [[αυτού]]<br />β) «[[δημόσια]] [[τάξη]]»<br />(νομ.-πολ.) <b>βλ.</b> [[δημόσιος]]<br />γ) «αστική [[τάξη]]»<br /><b>(κοινων.)</b> i) η [[τάξη]] τών αστών, η [[τάξη]] τών κατοίκων της πόλης, σε [[αντιδιαστολή]] με τους κατοίκους της υπαίθρου<br />ii) κοινωνική [[τάξη]] στην οποία ανήκουν πρόσωπα με μη χειρωνακτική [[απασχόληση]] τα οποία έχουν μια άνετη οικονομική [[κατάσταση]]<br />iii) ([[κατά]] τη μαρξιστ. [[αντίληψη]]) κοινωνική [[τάξη]] η οποία στο καπιταλιστικό [[σύστημα]] [[είναι]] κυρίαρχη, ιδιοκτήτρια τών κύριων μέσων παραγωγής, εκμεταλλεύεται τη μισθωτή [[εργασία]] και κατέχει την κρατική [[εξουσία]]<br />δ) «εργατική [[τάξη]]»<br /><b>(κοινων.)</b> i) το [[σύνολο]] τών έμμισθων εργατών που εξαρτώνται από ένα [[σύστημα]] παραγωγής και [[είναι]] υποχρεωμένοι να πωλούν την εργατική τους [[δύναμη]] στους διαχειριστές [[αυτού]] του συστήματος παραγωγής<br />ii) ([[κατά]] τη μαρξιστ. [[αντίληψη]]) μία από τις κύριες κοινωνικές τάξεις, που [[είναι]] ελεύθερη από νομική [[άποψη]] [[αλλά]] στερείται μέσων παραγωγής ή άλλης πηγής πλούτου και [[είναι]], για τον λόγο αυτό, υποχρεωμένη να πουλάει την εργατική της [[δύναμη]] στους ιδιοκτήτες τών μέσων παραγωγής, [[δηλαδή]] στην αστική [[τάξη]], αλλ. [[προλεταριάτο]]<br />ε) «άρχουσα [[τάξη]]» ή «ιθύνουσα [[τάξη]]» ή «κυβερνώσα [[τάξη]]»<br /><b>(κοινωνιολ.)</b> το [[σύνολο]] τών ατόμων που ασκούν [[κατά]] τρόπο θεσμοθετημένο ή ανεπίσημο την [[εξουσία]]<br />στ) «[[πάλη]] τών τάξεων» — <b>βλ.</b> [[πάλη]]<br />ζ) «[[καθεστηκυία]] [[τάξη]]» — <b>βλ.</b> [[καθιστώ]]<br />η) «νέα [[διεθνής]] [ή παγκόσμια] [[τάξη]]»<br /><b>διεθν. δίκ.</b> [[θεμελιώδης]] [[έννοια]] της διεθνούς πολιτικής της οποίας το [[περιεχόμενο]] συνεπάγεται, με [[βάση]] τις αναλύσεις, τάσεις και μεταλλάξεις που συντελέστηκαν στον σημερινό κόσμο, ριζική [[αλλαγή]] της ουσίας τών διεθνών σχέσεων με σκοπό την ελεύθερη [[ανάπτυξη]] όλων τών κρατών και εθνών και την [[παγίωση]] νέων, δίκαιων, ισότιμων και δημοκρατικών σχέσεων [[μεταξύ]] τους<br />θ) «[[τάξη]] χημικής αντίδρασης»<br /><b>χημ.</b> (στη χημική κινητική) [[μέγεθος]] ενδεικτικό του μηχανισμού μιας χημικής αντίδρασης<br />ι) «[[αξιωματικός]] από τις τάξεις» — [[αξιωματικός]] που δεν φοίτησε σε στρατιωτική [[σχολή]]<br />ια) «εν τάξει»<br />i) όπως [[πρέπει]], όπως αρμόζει, κανονικά<br />ii) [[καλώς]], σύμφωνοι<br /><b>13.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «το [[μετάξι]] θέλει [[τάξη]], / κι άνθρωπο να το διατάξει [ή να το κοιτάξει]» — δηλώνει ότι [[κάθε]] [[έργο]] απαιτεί άνθρωπο με τα [[κατάλληλα]] προσόντα και ικανότητες<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διατριβή]], [[πραγματεία]]<br /><b>2.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) όσα [[είναι]] καθιερωμένα να γίνονται στις τελετές, η [[εθιμοτυπία]] («Έκθεσις βασιλείου τάξεως» — [[τίτλος]] έργου του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ τάξεις</i><br />τα πρακτικά τών αποφάσεων δημόσιων αρχόντων<br /><b>4.</b> [[σώμα]] αστυνομικών υπαλλήλων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάταξη]], [[κανόνας]] («κατὰ τὴν τάξιν τοῦ νόμου ἐπὶ τὸν κλῆρον πορευέσθω», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσταγή]], [[παραγγελία]]<br /><b>3.</b> τα [[μέλη]] της βασιλικής φρουράς, οι βασιλικοί ή αυτοκρατορικοί ακόλουθοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ρητ.)</b> η [[διάταξη]] τών διαφόρων [[μερών]] του λόγου<br /><b>2.</b> [[κανονισμός]] δίαιτας, [[συνταγή]] («τὴν τοῦ λυσιτελοῦν
|mltxt=η / [[τάξις]], -εως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ιος Α [[τάσσω]]<br /><b>1.</b> η [[κατά]] ορισμένη [[σειρά]] ή [[κατά]] ορισμένο τρόπο [[κατάταξη]] (α. «χρονολογική [[τάξη]]» β. «ἡμερῶν τάξεως εἰς μηνῶν περιόδους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[κατά]] τρόπο αρμονικό [[διευθέτηση]], [[τακτοποίηση]], [[κανονικότητα]] (α. «[[προσπαθώ]] να βάλω σε [[τάξη]] τις σκέψεις μου» β. «τάξιν έχειν», Θεόφρ.<br />γ. «εἰς τάξιν αὐτὸ ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών προσώπων μιας κοινωνικής κατηγορίας που κατέχουν όμοια κοινωνική [[θέση]], ανήκουν στο ίδιο κοινωνικό επίπεδο και τα οποία για τον λόγο αυτό έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά (α. «η [[τάξη]] τών διανοουμένων» β. «η [[τάξη]] τών αρχόντων» γ. «η [[τάξη]] τών πλουσίων» δ. «η [[τάξη]] τών καλλιεργητών» ε. «ἐπὶ τῇ προαιρέσει τῶν πολιτευμάτων ἐπαινούμενον ὅτι τῆς [[μέσης]] τάξεως ἦν», Διον. Αλ.<br />στ. «επειδὴ και τούτων ἑκατέρου τοῦ φύλου τὴν τάξιν [[οἶσθα]], ἤδη ποτ' ἐπισκέψω εἰς ποτέραν τῶν τάξεων τούτων σαυτὸν δικαίως ἄν τάττοῖς;», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[υποδιαίρεση]] ομάδας προσώπων ή πραγμάτων σύμφωνα με τα κοινά τους γνωρίσματα ή τον κοινό τους χαρακτήρα, [[κατηγορία]] (α. «[[τάξη]] της Ακαδημίας» — καθεμιά από τις υποδιαιρέσεις της Ακαδημίας σε επιστημονικούς κλάδους<br />β. «[[ὅπως]] ταγῇ τὰ ἄνομα αὐτοῡ ἐν τῇ τῶν τετελευτηκότων τάξει», πάπ.)<br /><b>5.</b> [[τοποθέτηση]] τών στρατιωτών [[κατά]] [[σειρά]], [[γραμμή]] στρατιωτών (α. «πυκνή [[τάξη]]» β. «[[πεντήκοντα]] άνδρες ἡ πρώτη [[τάξις]] ἦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[τρόπος]] με τον οποίο διατάσσονται στρατεύματα ή πλοία για [[μάχη]], [[πορεία]] ή [[επιθεώρηση]] (α. «[[τάξη]] ακροβολισμού» β. «[[τάξη]] αγκυροβολίας» γ. «ἵνα... μὴ διασπασθείη αὐτοῖς ἡ [[τάξις]]», <b>Θουκ.</b><br />δ. «τῶν μὲν... σὺν κόσμῳ ναυμαχεόντων καὶ [[κατά]] τάξιν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[κατάσταση]] (α. «απ' την [[τάξη]] τη μουχλή στο πατρικό μου να [[γερνώ]]», Μαλακ.<br />β. «συχνούς δὲ παντελώς πηρωθέντας τὰς ὁράσεις... εἰς τὴν προϋπάρξασαν ἀποκαθίστασθαι τάξιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>8.</b> εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] (α. «η [[τάξη]] τών διακόνων» β. «ἱερέα... κατὰ τὴν τάξιν Ἀαρών», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[θεμελιώδης]] [[έννοια]] στην οποία ανακλάται ο [[τρόπος]] ύπαρξης και διαδοχής ως [[προς]] τον χώρο και τον χρόνο πραγμάτων, γεγονότων και φαινομένων βάσει ορισμένων νόμων και αρχών [[έτσι]] ώστε το καθένα να κατέχει και να διατηρεί μια ορισμένη [[θέση]] [[μέσα]] σε ένα συστηματικά δομημένο [[σύνολο]] (α. «η [[τάξη]] της φύσης» β. «η [[τάξη]] του σύμπαντος»)<br /><b>2.</b> [[ισορροπία]] και [[συνοχή]] τών κοινωνικών σχέσεων, που διασφαλίζονται με την καλή [[λειτουργία]] του συστήματος νόμων και θεσμών οι οποίοι διέπουν μια [[κοινωνία]] στο οικονομικό, πολιτικό, νομικό, διοικητικό επίπεδο (α. «πρώτο [[μέλημα]] τών ειρηνευτικών δυνάμεων [[είναι]] η [[αποκατάσταση]] της τάξης» β. «[[τάξη]] και [[ασφάλεια]] επικρατεί σε ολόκληρη τη [[χώρα]]»)<br /><b>3.</b> <b>βιολ.</b> α) [[συστηματική]] [[μονάδα]] που χρησιμοποιείται στην ταξινομική [[κατάταξη]] και η οποία βρίσκεται [[μεταξύ]] ομοταξίας και οικογένειας<br />β) [[κίνηση]] προσανατολισμού γενετικά καθορισμένη την οποία εκδηλώνει [[ένας]] [[οργανισμός]], [[συνήθως]] ένα απλό [[φυτό]] ή ζώο, και που προκαλείται και διατηρείται από ένα [[ερέθισμα]] του εξωτερικού περιβάλλοντος, αλλ. [[ταξία]]<br /><b>4.</b> (κληρον. δίκ.) [[ομάδα]] συγκεκριμένων κληρονόμων στην εξ αδιαθέτου [[διαδοχή]] σύμφωνα με διαχωρισμό τους από τον νόμο και με τέτοιον τρόπο ώστε όσοι ανήκουν σε [[κατά]] [[σειρά]] προηγούμενη [[ομάδα]], [[δηλαδή]] [[τάξη]], να αποκλείουν από την [[κληρονομία]] όλους τους άλλους<br /><b>5.</b> καθεμιά από τις υποδιαιρέσεις ενός πλήρους κύκλου σπουδών που αντιστοιχεί σε ένα σχολικό [[έτος]] (α. «[[είναι]] [[δάσκαλος]] στην πρώτη [[τάξη]]» β. «έμεινε στην [[ίδια]] [[τάξη]]» — απορρίφθηκε)<br /><b>6.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[σύνολο]] τών μαθητών που εντάσσονται στην [[υποδιαίρεση]] αυτή («[[σήμερα]] ο [[δάσκαλος]] εξέτασε όλη την [[τάξη]]»)<br /><b>7.</b> <b>συνεκδ.</b> καθεμιά από τις αίθουσες διδασκαλίας τών σχολείων («οι μαθητές στόλισαν την [[τάξη]] για τη [[γιορτή]] τών Χριστουγέννων»)<br /><b>8.</b> [[διαβάθμιση]] αξιώματος, ιεραρχική [[διαβάθμιση]] (α. «[[πρώτος]] τη τάξει [[υπουργός]]» β. «[[τμηματάρχης]] πρώτης τάξεως»)<br /><b>9.</b> [[βαθμός]], [[βαθμίδα]], ποιοτική [[αξία]] (α. «ύφασμα πρώτης τάξεως» β. «ήταν [[γεύμα]] πρώτης τάξεως»)<br /><b>10.</b> [[ευπρέπεια]], [[κοσμιότητα]] («με [[τάξη]] και με φρόνεψη εμπήκαν κι εθωρούσα», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>(σπάν.)</b> η [[εμμηνορρυσία]] τών [[γυναικών]], η [[περίοδος]] («έχει την [[τάξη]] της αυτές τις μέρες»)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «κοινωνική [[τάξη]]»<br /><b>(κοινων.)</b> i) η [[ομάδα]] τών ατόμων που ανήκουν σε μια [[τάξη]] ιστορικά προσδιορισμένη στα πλαίσια της κοινωνίας και τα οποία διακρίνονται από τον τρόπο ζωής τους και από την [[ιδεολογία]] τους<br />ii) ([[κατά]] τη μαρξιστ. [[αντίληψη]]) [[μεγάλη]] [[ομάδα]] ατόμων, ιστορικά συγκροτημένη, που διαφέρει από τις άλλες ομάδες σε ό,τι αφορά τη [[θέση]] την οποία κατέχει [[μέσα]] σε ένα ορισμένο [[σύστημα]] κοινωνικής παραγωγής αγαθών, τη [[σχέση]] της [[έναντι]] τών μέσων παραγωγής, τον ρόλο που εκπληρώνει στην κοινωνική [[οργάνωση]] της εργασίας, τον τρόπο με τον οποίο αποκτά το μερίδιό της από τον κοινωνικό πλούτο [[καθώς]] και ως [[προς]] το [[μέγεθος]] του μεριδίου [[αυτού]]<br />β) «[[δημόσια]] [[τάξη]]»<br />(νομ.-πολ.) <b>βλ.</b> [[δημόσιος]]<br />γ) «αστική [[τάξη]]»<br /><b>(κοινων.)</b> i) η [[τάξη]] τών αστών, η [[τάξη]] τών κατοίκων της πόλης, σε [[αντιδιαστολή]] με τους κατοίκους της υπαίθρου<br />ii) κοινωνική [[τάξη]] στην οποία ανήκουν πρόσωπα με μη χειρωνακτική [[απασχόληση]] τα οποία έχουν μια άνετη οικονομική [[κατάσταση]]<br />iii) ([[κατά]] τη μαρξιστ. [[αντίληψη]]) κοινωνική [[τάξη]] η οποία στο καπιταλιστικό [[σύστημα]] [[είναι]] κυρίαρχη, ιδιοκτήτρια τών κύριων μέσων παραγωγής, εκμεταλλεύεται τη μισθωτή [[εργασία]] και κατέχει την κρατική [[εξουσία]]<br />δ) «εργατική [[τάξη]]»<br /><b>(κοινων.)</b> i) το [[σύνολο]] τών έμμισθων εργατών που εξαρτώνται από ένα [[σύστημα]] παραγωγής και [[είναι]] υποχρεωμένοι να πωλούν την εργατική τους [[δύναμη]] στους διαχειριστές [[αυτού]] του συστήματος παραγωγής<br />ii) ([[κατά]] τη μαρξιστ. [[αντίληψη]]) μία από τις κύριες κοινωνικές τάξεις, που [[είναι]] ελεύθερη από νομική [[άποψη]] [[αλλά]] στερείται μέσων παραγωγής ή άλλης πηγής πλούτου και [[είναι]], για τον λόγο αυτό, υποχρεωμένη να πουλάει την εργατική της [[δύναμη]] στους ιδιοκτήτες τών μέσων παραγωγής, [[δηλαδή]] στην αστική [[τάξη]], αλλ. [[προλεταριάτο]]<br />ε) «άρχουσα [[τάξη]]» ή «ιθύνουσα [[τάξη]]» ή «κυβερνώσα [[τάξη]]»<br /><b>(κοινωνιολ.)</b> το [[σύνολο]] τών ατόμων που ασκούν [[κατά]] τρόπο θεσμοθετημένο ή ανεπίσημο την [[εξουσία]]<br />στ) «[[πάλη]] τών τάξεων» — <b>βλ.</b> [[πάλη]]<br />ζ) «[[καθεστηκυία]] [[τάξη]]» — <b>βλ.</b> [[καθιστώ]]<br />η) «νέα [[διεθνής]] [ή παγκόσμια] [[τάξη]]»<br /><b>διεθν. δίκ.</b> [[θεμελιώδης]] [[έννοια]] της διεθνούς πολιτικής της οποίας το [[περιεχόμενο]] συνεπάγεται, με [[βάση]] τις αναλύσεις, τάσεις και μεταλλάξεις που συντελέστηκαν στον σημερινό κόσμο, ριζική [[αλλαγή]] της ουσίας τών διεθνών σχέσεων με σκοπό την ελεύθερη [[ανάπτυξη]] όλων τών κρατών και εθνών και την [[παγίωση]] νέων, δίκαιων, ισότιμων και δημοκρατικών σχέσεων [[μεταξύ]] τους<br />θ) «[[τάξη]] χημικής αντίδρασης»<br /><b>χημ.</b> (στη χημική κινητική) [[μέγεθος]] ενδεικτικό του μηχανισμού μιας χημικής αντίδρασης<br />ι) «[[αξιωματικός]] από τις τάξεις» — [[αξιωματικός]] που δεν φοίτησε σε στρατιωτική [[σχολή]]<br />ια) «εν τάξει»<br />i) όπως [[πρέπει]], όπως αρμόζει, κανονικά<br />ii) [[καλώς]], σύμφωνοι<br /><b>13.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «το [[μετάξι]] θέλει [[τάξη]], / κι άνθρωπο να το διατάξει [ή να το κοιτάξει]» — δηλώνει ότι [[κάθε]] [[έργο]] απαιτεί άνθρωπο με τα [[κατάλληλα]] προσόντα και ικανότητες<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διατριβή]], [[πραγματεία]]<br /><b>2.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) όσα [[είναι]] καθιερωμένα να γίνονται στις τελετές, η [[εθιμοτυπία]] («Έκθεσις βασιλείου τάξεως» — [[τίτλος]] έργου του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ τάξεις</i><br />τα πρακτικά τών αποφάσεων δημόσιων αρχόντων<br /><b>4.</b> [[σώμα]] αστυνομικών υπαλλήλων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάταξη]], [[κανόνας]] («κατὰ τὴν τάξιν τοῦ νόμου ἐπὶ τὸν κλῆρον πορευέσθω», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσταγή]], [[παραγγελία]]<br /><b>3.</b> τα [[μέλη]] της βασιλικής φρουράς, οι βασιλικοί ή αυτοκρατορικοί ακόλουθοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ρητ.)</b> η [[διάταξη]] τών διαφόρων [[μερών]] του λόγου<br /><b>2.</b> [[κανονισμός]] δίαιτας, [[συνταγή]] («τὴν τοῦ λυσιτελοῦν
τος τοῖς σώμασι ποιεῖσθαι τάξιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκτίμηση]], [[προσδιορισμός]] («[[τάξις]] φόρου» — [[επιβολή]] φόρου [[κατά]] την [[εκτίμηση]] της περιουσίας, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> το [[πολίτευμα]] («ἔχει δ' ἀνάλογον ή Κρητική [[τάξις]] πρὸς τὴν Λακωνικήν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σώμα]] στρατιωτών, [[φάλαγγα]]<br /><b>6.</b> ([[ιδίως]] στην Αθήνα) το [[σύνολο]] τών οπλιτών που παρείχε στον πόλεμο καθεμιά από τις [[δέκα]] φυλές και της οποίας [[διοικητής]] ήταν ο [[ταξίαρχος]]<br /><b>7.</b> [[λόχος]] πεζών στρατιωτών<br /><b>8.</b> [[τάγμα]] ιππέων<br /><b>9.</b> [[σώμα]] ιππέων ή άλλων στρατιωτών με ειδικό οπλισμό<br /><b>10.</b> στρατιωτικό [[σώμα]] από 120 άνδρες<br /><b>11.</b> [[μοίρα]] στόλου<br /><b>12.</b> (γενικά) όμιλος, [[ομάδα]]<br /><b>13.</b> η [[θέση]] που κατείχε ο [[μαχητής]] στη [[γραμμή]] της μάχης<br /><b>14.</b> [[δημόσια]] [[υπηρεσία]], [[αξίωμα]] («τήν τοῦ συμβούλου τάξιν ἀπαιτεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>15.</b> [[κατηγορία]] γης («ἀρούρης ἥμισυ ὄν ἐν κατοικικῇ τάξει», πάπ.)<br /><b>16.</b> [[λογαριασμός]] («ἐν [[ἰδίᾳ]] τάξει τίθεται τὸ [[κεφάλαιον]]», πάπ.)<br /><b>17.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[βαθμός]] της θερμαντικής δύναμης φαρμάκων<br />β) [[ελάττωση]] της κήλης με κατάλληλους χειρισμούς<br /><b>18.</b> ένα συγκεκριμένο [[χρονικό]] [[σημείο]], όριο<br /><b>19.</b> η [[ημερομηνία]] που έχει καθοριστεί ως [[τέρμα]], τελευταία [[προθεσμία]], [[τέλος]]<br /><b>20.</b> [[ευπείθεια]], [[πειθαρχία]] («βλέπων ὑμών τὴν τάξιν», ΚΔ)<br /><b>21.</b> <b>μτφ.</b> [[θέση]], [[μέρος]], [[τόπος]] (α. «[[καίπερ]] ὑπὸ χθόνα τάξιν έχουσα», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «οἰκέτου τάξιν, οὐκ ελευθέρου παιδὸς ἔχων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>22.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ ἔξω τάξεως» — οι αξιωματικοί του επιτελείου (<b>Διόδ.</b>)<br />β) «[[τάξις]] της ὑδρείας» — [[κανονισμός]] διανομής νερού (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «ἐν τάξει» — με τακτικό τρόπο, τακτικά (<b>Πλάτ.</b>, <b>επιγρ.</b>)<br />δ) «κατὰ τάξιν» — σταδιακά<br />ε) «ἐν ἐπηρείας τάξει» — με υβριστική [[διαγωγή]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />στ) «ἐν ἐχθροῡ τάξει» — με εχθρικές διαθέσεις (<b>Δημοσθ.</b>).
τος τοῖς σώμασι ποιεῖσθαι τάξιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκτίμηση]], [[προσδιορισμός]] («[[τάξις]] φόρου» — [[επιβολή]] φόρου [[κατά]] την [[εκτίμηση]] της περιουσίας, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> το [[πολίτευμα]] («ἔχει δ' ἀνάλογον ή Κρητική [[τάξις]] πρὸς τὴν Λακωνικήν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σώμα]] στρατιωτών, [[φάλαγγα]]<br /><b>6.</b> ([[ιδίως]] στην Αθήνα) το [[σύνολο]] τών οπλιτών που παρείχε στον πόλεμο καθεμιά από τις [[δέκα]] φυλές και της οποίας [[διοικητής]] ήταν ο [[ταξίαρχος]]<br /><b>7.</b> [[λόχος]] πεζών στρατιωτών<br /><b>8.</b> [[τάγμα]] ιππέων<br /><b>9.</b> [[σώμα]] ιππέων ή άλλων στρατιωτών με ειδικό οπλισμό<br /><b>10.</b> στρατιωτικό [[σώμα]] από 120 άνδρες<br /><b>11.</b> [[μοίρα]] στόλου<br /><b>12.</b> (γενικά) όμιλος, [[ομάδα]]<br /><b>13.</b> η [[θέση]] που κατείχε ο [[μαχητής]] στη [[γραμμή]] της μάχης<br /><b>14.</b> [[δημόσια]] [[υπηρεσία]], [[αξίωμα]] («τήν τοῦ συμβούλου τάξιν ἀπαιτεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>15.</b> [[κατηγορία]] γης («ἀρούρης ἥμισυ ὄν ἐν κατοικικῇ τάξει», πάπ.)<br /><b>16.</b> [[λογαριασμός]] («ἐν [[ἰδίᾳ]] τάξει τίθεται τὸ [[κεφάλαιον]]», πάπ.)<br /><b>17.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[βαθμός]] της θερμαντικής δύναμης φαρμάκων<br />β) [[ελάττωση]] της κήλης με κατάλληλους χειρισμούς<br /><b>18.</b> ένα συγκεκριμένο [[χρονικό]] [[σημείο]], όριο<br /><b>19.</b> η [[ημερομηνία]] που έχει καθοριστεί ως [[τέρμα]], τελευταία [[προθεσμία]], [[τέλος]]<br /><b>20.</b> [[ευπείθεια]], [[πειθαρχία]] («βλέπων ὑμών τὴν τάξιν», ΚΔ)<br /><b>21.</b> <b>μτφ.</b> [[θέση]], [[μέρος]], [[τόπος]] (α. «[[καίπερ]] ὑπὸ χθόνα τάξιν έχουσα», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «οἰκέτου τάξιν, οὐκ ελευθέρου παιδὸς ἔχων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>22.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ ἔξω τάξεως» — οι αξιωματικοί του επιτελείου (<b>Διόδ.</b>)<br />β) «[[τάξις]] της ὑδρείας» — [[κανονισμός]] διανομής νερού (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «ἐν τάξει» — με τακτικό τρόπο, τακτικά (<b>Πλάτ.</b>, <b>επιγρ.</b>)<br />δ) «κατὰ τάξιν» — σταδιακά<br />ε) «ἐν ἐπηρείας τάξει» — με υβριστική [[διαγωγή]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />στ) «ἐν ἐχθροῡ τάξει» — με εχθρικές διαθέσεις (<b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}