Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εμφυσώ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς"
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-άω) (AM ἐμφυσῶ)<br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[πάνω]] ή [[μέσα]] σε κάποιον, [[επιπνέω]] («τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῑς<br />λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.)<br /><b>2.</b> [[εμπνέω]] σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[μέσα]] («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φουσκώνω]], [[διογκώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>μέσ.</b> επαίρομαι, [[κομπάζω]], [[φουσκώνω]].
|mltxt=(-άω) (AM ἐμφυσῶ)<br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[πάνω]] ή [[μέσα]] σε κάποιον, [[επιπνέω]] («τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς<br />λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.)<br /><b>2.</b> [[εμπνέω]] σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[μέσα]] («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φουσκώνω]], [[διογκώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>μέσ.</b> επαίρομαι, [[κομπάζω]], [[φουσκώνω]].
}}
}}