Anonymous

καμαρωτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς"
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καμαρωτός]], -ή, -όν, Α και [[καμαρωτός]], -όν) [[καμαρώ]]<br />αυτός που έχει [[καμάρα]] ή αυτός που έχει κατασκευαστεί σαν [[καμάρα]], [[αψιδωτός]], [[θολωτός]], [[τοξοειδής]] («ψαλιδώμασι καμαρωτοῑς ἐπὶ πεττῶν ἱδρυμένοις», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερήφανος]]<br /><b>2.</b> αυτός που καμαρώνει, που κορδώνεται, ο επιδεικτικά [[υπερήφανος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καμαρωτά</i><br /><b>1.</b> (για [[κτίσμα]]) με [[καμάρα]] ή καμάρες<br /><b>2.</b> με [[καμάρι]], με [[έπαρση]], με [[υπερηφάνεια]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καμαρωτός]], -ή, -όν, Α και [[καμαρωτός]], -όν) [[καμαρώ]]<br />αυτός που έχει [[καμάρα]] ή αυτός που έχει κατασκευαστεί σαν [[καμάρα]], [[αψιδωτός]], [[θολωτός]], [[τοξοειδής]] («ψαλιδώμασι καμαρωτοῖς ἐπὶ πεττῶν ἱδρυμένοις», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερήφανος]]<br /><b>2.</b> αυτός που καμαρώνει, που κορδώνεται, ο επιδεικτικά [[υπερήφανος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καμαρωτά</i><br /><b>1.</b> (για [[κτίσμα]]) με [[καμάρα]] ή καμάρες<br /><b>2.</b> με [[καμάρι]], με [[έπαρση]], με [[υπερηφάνεια]].
}}
}}