3,274,919
edits
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ὀκλάζω]])<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] με κεκαμμένα τα σκέλη, [[κάθομαι]] σε μαζεμένη [[στάση]] με λυγισμένα τα γόνατα και με το [[σώμα]] στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ζώο, όπως [[άλογο]] ή [[βόδι]]) [[πέφτω]] στα γόνατα και [[στηρίζω]] το [[βάρος]] του σώματός μου σε αυτά, [[γονατίζω]] («οἱ τοῖς ἵπποις ἐφάλλεσθαι μὴ δυνάμενοι, αὐτοὺς ἐκείνους ὀκλάζειν καὶ ὑποπίπτειν διδάσκουσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθομαι]] [[οκλαδόν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ταξιδιώτη) [[εξασθενώ]] από την [[κούραση]], σωριάζομαι<br /><b>2.</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] [[κάτι]] («ὀκλάζει μὲν τὰ ὀπίσθια ἐν τοῖς ἀστραγάλοις, αἴρει δὲ τὸ [[πρόσθεν]] [[σῶμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για άνεμο ή για ψυχικές καταστάσεις) [[χαλαρώνω]], [[ηρεμώ]], καταπραΰνομαι («ὤκλαζε | |mltxt=(Α [[ὀκλάζω]])<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] με κεκαμμένα τα σκέλη, [[κάθομαι]] σε μαζεμένη [[στάση]] με λυγισμένα τα γόνατα και με το [[σώμα]] στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ζώο, όπως [[άλογο]] ή [[βόδι]]) [[πέφτω]] στα γόνατα και [[στηρίζω]] το [[βάρος]] του σώματός μου σε αυτά, [[γονατίζω]] («οἱ τοῖς ἵπποις ἐφάλλεσθαι μὴ δυνάμενοι, αὐτοὺς ἐκείνους ὀκλάζειν καὶ ὑποπίπτειν διδάσκουσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθομαι]] [[οκλαδόν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ταξιδιώτη) [[εξασθενώ]] από την [[κούραση]], σωριάζομαι<br /><b>2.</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] [[κάτι]] («ὀκλάζει μὲν τὰ ὀπίσθια ἐν τοῖς ἀστραγάλοις, αἴρει δὲ τὸ [[πρόσθεν]] [[σῶμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για άνεμο ή για ψυχικές καταστάσεις) [[χαλαρώνω]], [[ηρεμώ]], καταπραΰνομαι («ὤκλαζε αὐτοῖς ὁ [[θυμός]]», Ηλιόδ.)<br /><b>4.</b> [[ελαττώνω]], [[περιορίζω]] [[κάτι]] («ὀκλάσας τὸν πόθον», Ηλιόδ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[θρόνος]] ὀκλάζων» — ο [[οκλαδίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀκλάζω]], [[κατά]] μία [[άποψη]], προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. <i>ὀκλάω</i> (<b>πρβλ.</b> [[δαμάζω]]: [[δαμάω]]), συνθ. με α' συνθετικό το προθεματικό [[μόριο]] <i>ὀ</i>-(ΙΙ) «[[μαζί]]» και β' συνθετικό το ρ. [[κλάω]] «[[σπάζω]]». Ωστόσο, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρωτόθετη λ. της οικογένειας θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[κάποιος]] [[ονοματικός]] τ.: [[ὀκλάς]], -[[άδος]], [[ὀκλαδία]], [[ὀκλαδίας]] (<span style="color: red;"><</span> προθεματικό [[μόριο]] <i>ὀ</i>-(ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> θ. <i>κλαδ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[κλάδος]], [[κλαδί]]), [[οπότε]] το ρ. [[ὀκλάζω]] θα αποτελεί παράγωγο τών τύπων αυτών. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], με τους τύπους του <b>Ησύχ.</b> [[κλωκυδά]] και [[ὀκκῦλαι]]<br /><i>τὸ ὀκλάσαι καὶ ἐπὶ τῶν πτερνῶν καθῆσθαι</i> προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |