3,274,917
edits
(24) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=μελανοσυρμαῖος -ον (Α)<br />(κωμικό [[επίθετο]] του <b>Αριστοφ.</b> για τους Αιγυπτίους) (με [[διπλή]] [[σημασία]]) αυτός που [[φορά]] μαύρη [[εσθήτα]] η οποία σέρνεται στο [[έδαφος]] και αυτός που πίνει [[συχνά]] [[συρμαία]], δηλ. καθάρσιο από ένα [[είδος]] μαύρου ραπανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[συρμαία]] (<span style="color: red;"><</span> [[συρμός]])]. | ||
}} | }} |