3,274,919
edits
(7) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=βουλαῖος, -α, -ον (Α) [[βουλή]]<br /><b>1.</b> (για θεούς) αυτός που ανήκει στη Βουλή ή έχει [[σχέση]] μ' αυτήν (π. χ. «τὴν Ἑστίαν ἐπώμοσε τὴν βουλαίαν» — ορκίσου στην Εστία της οποίας το [[άγαλμα]] [[είναι]] στημένο στο Βουλευτήριο)<br /><b>2.</b> (για θνητούς) <b>φρ.</b> «θεῶν βουλαῖος» — [[εκείνος]] που παρευρίσκεται στα συμβούλια των θεών<br /><b>3.</b> (για ιερούς χώρους) αυτός στον οποίο συνέρχεται η Βουλή. | ||
}} | }} |