3,253,953
edits
(20) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ (ΑΜ [[κιγκλίς]], -[[ίδος]])<br /><b>1.</b> καθεμιά από τις σιδερένιες ή ξύλινες ράβδους ενός φράγματος, ενός κιγκλιδώματος<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>κιγκλίδες</i><br />ξύλινο ή σιδερένιο [[κιγκλίδωμα]], κάγκελα (α. «τα γραφεία χωρίζονται με κιγκλίδες» β. «τὸν νεκρὸν εἰς [[μέσον]] ἑλκύσαντες καὶ περιβαλόντες [[κιγκλίδα]] [[θέαμα]] τοις βουλομένοις μεθ' ήμέραν παρέσχον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καγκελωτό [[χώρισμα]] στο δικαστήριο ή στο [[βουλευτήριο]] από το οποίο έμπαιναν οι δικαστές ή οι βουλευτές («ὁ δὲ ἀνεφάνη | |mltxt=ἡ (ΑΜ [[κιγκλίς]], -[[ίδος]])<br /><b>1.</b> καθεμιά από τις σιδερένιες ή ξύλινες ράβδους ενός φράγματος, ενός κιγκλιδώματος<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>κιγκλίδες</i><br />ξύλινο ή σιδερένιο [[κιγκλίδωμα]], κάγκελα (α. «τα γραφεία χωρίζονται με κιγκλίδες» β. «τὸν νεκρὸν εἰς [[μέσον]] ἑλκύσαντες καὶ περιβαλόντες [[κιγκλίδα]] [[θέαμα]] τοις βουλομένοις μεθ' ήμέραν παρέσχον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καγκελωτό [[χώρισμα]] στο δικαστήριο ή στο [[βουλευτήριο]] από το οποίο έμπαιναν οι δικαστές ή οι βουλευτές («ὁ δὲ ἀνεφάνη κνεφαῖος ἐπὶ τῇ κιγκλίδι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε ναούς) το [[μεταξύ]] του νάρθηκα και του ιερού [[χώρισμα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] φυλακής, πιθ. το στενό [[δωμάτιο]] δεσμωτηρίου, που είχε φραγμό από σιδερένιες ράβδους ή όργανο βασανισμού («σχοινισμοι και κιγκλίδες» — βασανιστήρια με [[σχοινιά]] και φυλακές, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> καγκελωτή [[πύλη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ῥητορεία]] κιγκλίδων ἐπιδέουσα καὶ βήματος» — [[ρητορική]] [[ικανότητα]] που έχει [[ανάγκη]] εξασκήσεως και τριβής στα δικαστήρια, <b>Πλούτ.</b><br />β) «ἐντὸς τῆς κιγκλίδος [[διατρίβω]]» — [[περνώ]] την [[ημέρα]] μου στα δικαστήρια, <b>Λουκιαν.</b><br />γ) «αἱ διαλεκτικαὶ κιγκλίδες» — διαλεκτικές σοφιστεῑες, [[πίσω]] από τις οποίες μπορεί να οχυρωθεί [[κανείς]], χρησιμοποιώντας τις ως φραγμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]] πρόκειται για υποχωρητικό παρ. του [[κιγκλίζω]] (II) (<span style="color: red;"><</span> [[κίγκλος]]), [[οπότε]] η αρχική σημ. θα ήταν «πόρτα που ταλαντεύεται». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[κιγκλίς]] <span style="color: red;"><</span> <i>κιλ</i>-<i>κλ</i>-<i>ίς</i> με [[ανομοίωση]], [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το ρ. [[κλίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[κιγκλίζω]] (I).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[κιγκλιδοποιός]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[θυροκιγκλίδες]]]. | ||
}} | }} |