Anonymous

ναύφρακτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι"
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ναύφρακτος]] και αττ. τ. [[ναύφαρκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τους Έλληνες στη Σαλαμίνα) αυτός που [[είναι]] φραγμένος από πλοία ή αυτός που έχει οχυρωθεί από πλοία<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ναύσταθμος]]»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ναύφρακτον καὶ ναύφαρκτον τὴν ναυτικὴν δύναμιν καλοῡσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλό</i>-<i>φρακτος</i>].
|mltxt=[[ναύφρακτος]] και αττ. τ. [[ναύφαρκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τους Έλληνες στη Σαλαμίνα) αυτός που [[είναι]] φραγμένος από πλοία ή αυτός που έχει οχυρωθεί από πλοία<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ναύσταθμος]]»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ναύφρακτον καὶ ναύφαρκτον τὴν ναυτικὴν δύναμιν καλοῦσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλό</i>-<i>φρακτος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm