Anonymous

ποιητικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ποιητικός]], ή, -όν, ΝΜΑ [[ποιητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ποίηση]] ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική [[εικόνα]]» γ. «ποιητική [[σύλληψη]]» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῡσι», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[προικισμένος]] με ποιητική [[φαντασία]], που έχει το [[χάρισμα]] του ποιητή<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιητικῇ ἀδείᾳ» — με την ιδιαίτερη [[ελευθερία]] στη [[χρήση]] της γλώσσας την οποία αναγνωρίζει [[κανείς]] στους ποιητές<br />β) «ποιητικό(ν) [[αίτιο]](ν)»<br /><b>γλωσσ.</b> [[συντακτικός]] όρος που δηλώνει το [[πρόσωπο]] ή το [[πράγμα]] από το οποίο προέρχεται το [[πάθος]] του υποκειμένου του παθητικού ρήματος<br />γ) «Περὶ ποιητικῆς» — [[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να εμπνεύσει ποιητή, που προκαλεί έντονη [[συγκίνηση]] (α. «ποιητικό [[ηλιοβασίλεμα]]» β. «ποιητικά μάτια»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ποιητική</i><br />α) ιδιαίτερη ποιητική [[ικανότητα]], η προσωπική [[σύλληψη]] και [[τεχνοτροπία]] ενός ποιητή<br />β) η [[θεωρία]] για την [[ουσία]] και τη [[μορφή]] της ποίησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] να παράγει, να δημιουργεί<br /><b>2.</b> [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ποιητική</i><br />α) η [[τέχνη]] του ποιητή, η [[σύνθεση]] ποιημάτων<br />β) τα ποιητικά δημιουργήματα<br />γ) η [[δημιουργικότητα]]<br />δ) το [[φυτό]] [[κισσός]] ο [[χρυσόκαρπος]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. πλ. ως ουσ.) <i>τὰ ποιητικά</i><br />επαρκείς αιτίες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποιητικά</i>/<i>ποιητικῶς</i> ΝΜΑ<br />όπως ταιριάζει στην [[ποίηση]].
|mltxt=-ή, -ό / [[ποιητικός]], ή, -όν, ΝΜΑ [[ποιητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ποίηση]] ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική [[εικόνα]]» γ. «ποιητική [[σύλληψη]]» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῦσι», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[προικισμένος]] με ποιητική [[φαντασία]], που έχει το [[χάρισμα]] του ποιητή<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιητικῇ ἀδείᾳ» — με την ιδιαίτερη [[ελευθερία]] στη [[χρήση]] της γλώσσας την οποία αναγνωρίζει [[κανείς]] στους ποιητές<br />β) «ποιητικό(ν) [[αίτιο]](ν)»<br /><b>γλωσσ.</b> [[συντακτικός]] όρος που δηλώνει το [[πρόσωπο]] ή το [[πράγμα]] από το οποίο προέρχεται το [[πάθος]] του υποκειμένου του παθητικού ρήματος<br />γ) «Περὶ ποιητικῆς» — [[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να εμπνεύσει ποιητή, που προκαλεί έντονη [[συγκίνηση]] (α. «ποιητικό [[ηλιοβασίλεμα]]» β. «ποιητικά μάτια»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ποιητική</i><br />α) ιδιαίτερη ποιητική [[ικανότητα]], η προσωπική [[σύλληψη]] και [[τεχνοτροπία]] ενός ποιητή<br />β) η [[θεωρία]] για την [[ουσία]] και τη [[μορφή]] της ποίησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] να παράγει, να δημιουργεί<br /><b>2.</b> [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ποιητική</i><br />α) η [[τέχνη]] του ποιητή, η [[σύνθεση]] ποιημάτων<br />β) τα ποιητικά δημιουργήματα<br />γ) η [[δημιουργικότητα]]<br />δ) το [[φυτό]] [[κισσός]] ο [[χρυσόκαρπος]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. πλ. ως ουσ.) <i>τὰ ποιητικά</i><br />επαρκείς αιτίες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποιητικά</i>/<i>ποιητικῶς</i> ΝΜΑ<br />όπως ταιριάζει στην [[ποίηση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm