Anonymous

παρακαίω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θερμαίνω]] [[κάτι]] σε υπερβολικό βαθμό («πρόσεξε μην παρακάψεις το [[βούτυρο]]»)<br /><b>2.</b> [[εκπέμπω]] [[μεγάλη]] [[θερμότητα]], [[είμαι]] πολύ [[καυτός]] («[[σήμερα]] παρακαίει ο [[ήλιος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καίω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («πῡρ παρακαίειν τοῖς νοσοῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]] πλαγίως με καυτήρα («[[ὅταν]] [[φλέβα]] παρακαύσῃς ἤ διακαύσῃς», Ιπποκρ.).
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θερμαίνω]] [[κάτι]] σε υπερβολικό βαθμό («πρόσεξε μην παρακάψεις το [[βούτυρο]]»)<br /><b>2.</b> [[εκπέμπω]] [[μεγάλη]] [[θερμότητα]], [[είμαι]] πολύ [[καυτός]] («[[σήμερα]] παρακαίει ο [[ήλιος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καίω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («πῡρ παρακαίειν τοῖς νοσοῦσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]] πλαγίως με καυτήρα («[[ὅταν]] [[φλέβα]] παρακαύσῃς ἤ διακαύσῃς», Ιπποκρ.).
}}
}}
{{elru
{{elru