Anonymous

προνοώ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι"
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=προνοῶ, -έω, ΝΜΑ [[νοῶ]]<br />[[δείχνω]] [[πρόνοια]] για [[κάτι]], [[φροντίζω]] εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από [[νωρίς]] για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῡσι τῶν παίδων [[ὅπως]] [[μήποτε]] αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] από [[πριν]], [[προβλέπω]] (α. «θεῑος νοῦς νοεῑ μὲν ὡς νοῡς, προνοεῑ δὲ ὡς [[θεός]]», Πρόκλ.<br />β. «δόλον δ' [[οὔτι]] προνόησαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χορηγώ]], [[παρέχω]] («Ἰησοῡς... αἰώνιον βασιλείαν προνοῆσαι ἐπήγγελται», Ιουστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσχεδιάζω]], [[μελετώ]] εκ τών προτέρων («καὶ ἅμα τὸ παραγγελλόμενον προνοεῑτε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[προνοητικός]], [[παίρνω]] τα αναγκαία [[μέτρα]] για να προφυλαχθώ («ὥρα προνοεῖν, πρὶν ὅροις πελάσαι στρατὸν Ἀργείων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προνοοῦμαι</i><br />α) [[προβλέπω]] («ἀδυνατοῦμεν τὰ συμφέροντα προνοεῖσθαι [[ὑπὲρ]] τῶν μελλόντων», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]] από [[πριν]] («ὃς ἄν τι καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς οἰκίας προνοῆται», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[εποπτεύω]], [[επιβλέπω]] («προνοεῖσθαι τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνδριάντος», <b>επιγρ.</b>).
|mltxt=προνοῶ, -έω, ΝΜΑ [[νοῶ]]<br />[[δείχνω]] [[πρόνοια]] για [[κάτι]], [[φροντίζω]] εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από [[νωρίς]] για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῦσι τῶν παίδων [[ὅπως]] [[μήποτε]] αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] από [[πριν]], [[προβλέπω]] (α. «θεῑος νοῦς νοεῑ μὲν ὡς νοῡς, προνοεῑ δὲ ὡς [[θεός]]», Πρόκλ.<br />β. «δόλον δ' [[οὔτι]] προνόησαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χορηγώ]], [[παρέχω]] («Ἰησοῡς... αἰώνιον βασιλείαν προνοῆσαι ἐπήγγελται», Ιουστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσχεδιάζω]], [[μελετώ]] εκ τών προτέρων («καὶ ἅμα τὸ παραγγελλόμενον προνοεῑτε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[προνοητικός]], [[παίρνω]] τα αναγκαία [[μέτρα]] για να προφυλαχθώ («ὥρα προνοεῖν, πρὶν ὅροις πελάσαι στρατὸν Ἀργείων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προνοοῦμαι</i><br />α) [[προβλέπω]] («ἀδυνατοῦμεν τὰ συμφέροντα προνοεῖσθαι [[ὑπὲρ]] τῶν μελλόντων», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]] από [[πριν]] («ὃς ἄν τι καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς οἰκίας προνοῆται», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[εποπτεύω]], [[επιβλέπω]] («προνοεῖσθαι τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνδριάντος», <b>επιγρ.</b>).
}}
}}