3,277,226
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM κατακυρῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] έγκυρο, [[επικυρώνω]] («τὰς οὐσίας τῶν ἐξ Ἀρείου πάγου φευγόντων... | |mltxt=(AM κατακυρῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] έγκυρο, [[επικυρώνω]] («τὰς οὐσίας τῶν ἐξ Ἀρείου πάγου φευγόντων... πωλοῦσιν, κατακυροῦσι δ' οἱ ἄρχοντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για δημοπρασίες) [[μεταβιβάζω]] [[επίσημα]] την [[κυριότητα]] ενός πράγματος σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]] σε κάποιον την [[κατοχή]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> με διοικητική ή δικαστική [[απόφαση]] [[μεταβιβάζω]] σύμφωνα με το αστικό και το δικονομικό [[δίκαιο]] την [[κυριότητα]] κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κατακυροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />καταδικάζομαι («ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | }} |