Anonymous

ταμιεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι"
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[ταμία]] / [[ταμίας]]<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] χρέη [[ταμία]], [[είμαι]] [[ταμίας]] («ταμιεύουσι δὲ καὶ στρατηγοῡσι καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχουσιν ἀπὸ μεγάλων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποταμιεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην αρχ. [[Ρώμη]]) [[διαχειρίζομαι]] το [[δημόσιο]] [[ταμείο]] («ταμιεύων [[συχνά]] τών δημοσίων χρημάτων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διοικώ]], [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]] («χώραν... Δωριεῑ λαῷ ταμιευομέναν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]], [[κανονίζω]]<br /><b>4.</b> [[διαχειρίζομαι]] ή [[διαθέτω]] [[κάτι]] με κατάλληλο τρόπο, με [[φειδώ]] (α. «τὰ δὲ [[πάντως]] πορισάμενοι θέμενοι παρὰ γυναῑκάς τε καὶ οἰκέτας, ταμιεύειν παραδόντες», <b>Πλάτ.</b><br />β. «λέγουσι ταμιεύειν τὸν τῆς ζωῆς χρόνον», Δίων Χρυσ.)<br /><b>5.</b> [[δημεύω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>ταμιεύομαι</i><br />α) [[προμηθεύομαι]] από αποθηκευμένη [[ποσότητα]]<br />β) [[αποταμιεύω]] για προσωπική μου [[χρήση]]<br />γ) [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] με τον καλύτερο δυνατό τρόπο («ταμιεύεσθαι τὴν τύχην», Διον. Αλ.)<br />δ) [[διαφυλάσσω]] («τῶν θεῶν ταμιευσαμένων εἰς τοῦτον τὸν... καιρὸν τὴν τῆς οἰκουμένης ἀσφάλειαν», πάπ.)<br />ε) έχω υπό την [[εξουσία]] μου, υπό τον έλεγχό μου, [[ορίζω]], [[καθορίζω]].
|mltxt=ΝΑ [[ταμία]] / [[ταμίας]]<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] χρέη [[ταμία]], [[είμαι]] [[ταμίας]] («ταμιεύουσι δὲ καὶ στρατηγοῦσι καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχουσιν ἀπὸ μεγάλων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποταμιεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην αρχ. [[Ρώμη]]) [[διαχειρίζομαι]] το [[δημόσιο]] [[ταμείο]] («ταμιεύων [[συχνά]] τών δημοσίων χρημάτων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διοικώ]], [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]] («χώραν... Δωριεῑ λαῷ ταμιευομέναν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]], [[κανονίζω]]<br /><b>4.</b> [[διαχειρίζομαι]] ή [[διαθέτω]] [[κάτι]] με κατάλληλο τρόπο, με [[φειδώ]] (α. «τὰ δὲ [[πάντως]] πορισάμενοι θέμενοι παρὰ γυναῑκάς τε καὶ οἰκέτας, ταμιεύειν παραδόντες», <b>Πλάτ.</b><br />β. «λέγουσι ταμιεύειν τὸν τῆς ζωῆς χρόνον», Δίων Χρυσ.)<br /><b>5.</b> [[δημεύω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>ταμιεύομαι</i><br />α) [[προμηθεύομαι]] από αποθηκευμένη [[ποσότητα]]<br />β) [[αποταμιεύω]] για προσωπική μου [[χρήση]]<br />γ) [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] με τον καλύτερο δυνατό τρόπο («ταμιεύεσθαι τὴν τύχην», Διον. Αλ.)<br />δ) [[διαφυλάσσω]] («τῶν θεῶν ταμιευσαμένων εἰς τοῦτον τὸν... καιρὸν τὴν τῆς οἰκουμένης ἀσφάλειαν», πάπ.)<br />ε) έχω υπό την [[εξουσία]] μου, υπό τον έλεγχό μου, [[ορίζω]], [[καθορίζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm