3,274,216
edits
m (Text replacement - " »" to "»") |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM δοκῶ, -έω)<br />Ι. [[δοκώ]] <b>αρχ.-μσν.</b> και «δοκεῑ μοι» — [[νομίζω]], [[θαρρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<i>ε</i>)<i>δοκήθηκα</i><br />αντιλήφθηκα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>απρόσ.</b> «δοκεῑ μοι» — μού φαίνεται [[ορθό]]<br /><b>2.</b> (προσωπικό με δοτ.) [[φαίνομαι]] («[[μάλα]] μοι δοκέει πεπνυμένος [[εἶναι]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) θεωρούμαι, νομίζομαι, υπάρχει η [[γνώμη]] για μένα («δόξαντι χρήμασι πεισθῆναι τὴν ἀναχώρησιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> θεωρούμαι πως έχω κάποια [[αξία]] («[[κηρύσσω]] ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ' ἰδίαν δὲ τοῖς | |mltxt=<b>(I)</b><br />(AM δοκῶ, -έω)<br />Ι. [[δοκώ]] <b>αρχ.-μσν.</b> και «δοκεῑ μοι» — [[νομίζω]], [[θαρρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<i>ε</i>)<i>δοκήθηκα</i><br />αντιλήφθηκα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>απρόσ.</b> «δοκεῑ μοι» — μού φαίνεται [[ορθό]]<br /><b>2.</b> (προσωπικό με δοτ.) [[φαίνομαι]] («[[μάλα]] μοι δοκέει πεπνυμένος [[εἶναι]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) θεωρούμαι, νομίζομαι, υπάρχει η [[γνώμη]] για μένα («δόξαντι χρήμασι πεισθῆναι τὴν ἀναχώρησιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> θεωρούμαι πως έχω κάποια [[αξία]] («[[κηρύσσω]] ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ' ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῦσι», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[υποθέτω]], [[φαντάζομαι]]<br /><b>2.</b> (για όνειρο ή [[φαντασία]] σε παρωχημένο [[συνήθως]] χρόνο) [[βλέπω]], [[θωρώ]]<br /><b>3.</b> έχω σκοπό, [[προτίθεμαι]] να [[κάνω]]<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> έχω ή [[σχηματίζω]] [[γνώμη]], [[ιδέα]] για [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (συν. σε παρενθετικές φράσεις) [[νομίζω]], [[πιστεύω]] (α. «τῷ μὲν γὰρ πατρί, δοκῶ, Πυριλάμπης [[ὄνομα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br />β. «πῶς δοκεῑς;» παρενθετική [[φράση]] για να προκαλέσει [[προσοχή]]<br /><b>6.</b> «δοκῶ μοι» <br />α) [[κατά]] την [[κρίση]] μου, φαίνεται<br />β) [[είμαι]] αποφασισμένος<br /><b>7.</b> [[φαίνομαι]], [[προσποιούμαι]] ότι [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>8.</b> (για [[ενέργεια]] ή [[επίδραση]] αντικειμένου στο [[πνεύμα]]) α) [[φαίνομαι]]<br />β) (με απρμφ. μέλλ.) [[φαίνομαι]] [[πιθανός]], [[φαίνομαι]] ή θεωρούμαι ότι έχω πράξει<br /><b>9.</b> <b>(απολ.)</b> [[φαίνομαι]] σε [[αντίθεση]] με την [[πραγματικότητα]] («οὐ δοκεῖν [[ἄριστος]], ἀλλ' [[εἶναι]] θέλει», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>10.</b> μού φαίνεται καλό, [[αποφασίζω]]<br /><b>11.</b> <b>απρόσ.</b> (για [[κοινή]] [[απόφαση]], [[ψήφισμα]] <b>κ.λπ.</b>) [[αποφασίζω]]<br />(«ἔδοξε τῇ βουλῆ καὶ τῷ δήμῳ)<br /><b>12.</b> (με αιτ. απολ.) <i>δόξαν</i><br />[[αφού]] αποφασίστηκε, φάνηκε καλό<br /><b>13.</b> (για [[κατηγορούμενο]]) αποδεικνύομαι ότι<br /><b>14.</b> [[είμαι]] αναγνωρισμένος, [[παραδεκτός]]<br /><b>15.</b> [[συχνά]] οι σημασίες [[νομίζω]] και [[φαίνομαι]] αντιπαραβάλλονται («τὸ δοκοῦνἑκάστῳ τοῦτο καὶ [[εἶναι]] τῷ δοκοῦν | ||
τι» — αυτό που φαίνεται στον καθένα αυτό και υπάρχει γι' αυτόν που το νομίζει, <b>Πλάτ.</b>)<br />II. (η μτχ. ενεστ. ουδ.) το [[δοκούν]] (AM δοκοῦν | τι» — αυτό που φαίνεται στον καθένα αυτό και υπάρχει γι' αυτόν που το νομίζει, <b>Πλάτ.</b>)<br />II. (η μτχ. ενεστ. ουδ.) το [[δοκούν]] (AM δοκοῦν | ||
)<br /><b>φρ.</b> «κατὰ τὸ δοκοῦν»<br /><b>1.</b> όπως αρέσει σε κάποιον, όπως του φαίνεται σωστό<br /><b>2.</b> αυθαίρετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[δοκώ]], όπως εξάλλου και τα [[δοκάζω]], [[δοκεύω]], σχηματίστηκε από το θ. του [[δέχομαι]] / [[δέκομαι]] και ταυτίζεται μορφολογικά με το λατ. <i>doceo</i> «[[διδάσκω]], [[εκπαιδεύω]]». Το ρ. [[δοκώ]] «[[θεωρώ]], [[πιστεύω]]» [[αλλά]] και «θεωρούμαι, νομίζομαι» που αναφέρεται στις έννοιες της σκέψεως, της γνώμης ή της κρίσεως μπορεί να αναχθεί σε μια πρωταρχική, γενική [[ιδέα]], η οποία εμφανίζεται [[εξίσου]] στα [[δέχομαι]] / [[δέκομαι]], λατ. <i>decet</i> κ.λπ. Είναι η [[έννοια]] της τηρήσεως της απόλυτης ταυτίσεως ή της αναλογίας [[προς]] αυτό που [[πρέπει]], που αρμόζει.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δόκιμος]], [[δόξα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοκή]], [[δόκημα]], [[δόκησις]], [[δοκώ]].<br /><b>(II)</b><br />δοκῶ (-όω) (Α) [[δοκός]]<br />[[στεγάζω]] με δοκάρια.<br /><b>(III)</b><br />[[δοκώ]], η (Α)<br />[[δόκησις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[δόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δοκώ]]]. | )<br /><b>φρ.</b> «κατὰ τὸ δοκοῦν»<br /><b>1.</b> όπως αρέσει σε κάποιον, όπως του φαίνεται σωστό<br /><b>2.</b> αυθαίρετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[δοκώ]], όπως εξάλλου και τα [[δοκάζω]], [[δοκεύω]], σχηματίστηκε από το θ. του [[δέχομαι]] / [[δέκομαι]] και ταυτίζεται μορφολογικά με το λατ. <i>doceo</i> «[[διδάσκω]], [[εκπαιδεύω]]». Το ρ. [[δοκώ]] «[[θεωρώ]], [[πιστεύω]]» [[αλλά]] και «θεωρούμαι, νομίζομαι» που αναφέρεται στις έννοιες της σκέψεως, της γνώμης ή της κρίσεως μπορεί να αναχθεί σε μια πρωταρχική, γενική [[ιδέα]], η οποία εμφανίζεται [[εξίσου]] στα [[δέχομαι]] / [[δέκομαι]], λατ. <i>decet</i> κ.λπ. Είναι η [[έννοια]] της τηρήσεως της απόλυτης ταυτίσεως ή της αναλογίας [[προς]] αυτό που [[πρέπει]], που αρμόζει.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δόκιμος]], [[δόξα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοκή]], [[δόκημα]], [[δόκησις]], [[δοκώ]].<br /><b>(II)</b><br />δοκῶ (-όω) (Α) [[δοκός]]<br />[[στεγάζω]] με δοκάρια.<br /><b>(III)</b><br />[[δοκώ]], η (Α)<br />[[δόκησις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[δόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δοκώ]]]. |