Anonymous

καταρτίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ὑμεῑς" to "ὑμεῖς"
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "ὑμεῑς" to "ὑμεῖς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταρτίζω]])<br />[[παρασκευάζω]] κάποιον δίνοντάς του τα αναγκαία εφόδια και [[ιδίως]] γνώσεις σε ορισμένο [[κλάδο]], [[εκπαιδεύω]], [[εξασκώ]] («τον κατάρτισε στα [[μαθηματικά]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολοκληρώνω]] [[κάτι]] ώστε να [[είναι]] πλήρες, [[συγκροτώ]] σε ένα οργανικό [[σύνολο]], [[οργανώνω]] (α. «κατάρτισε τον κατάλογο τών παρόντων στη [[συνέλευση]]» β. «κατάρτισε λόχο»)<br /><b>μσν.</b><br />[[χτίζω]], [[ιδρύω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ετοιμάζω]] («καταρτίζειν σφενδόνην», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διευθετώ]], τακτοποιῶ<br /><b>2.</b> [[συμφιλιώνω]]<br /><b>3.</b> [[επιδιορθώνω]], [[επισκευάζω]] («καὶ προβὰς ἐκεῑθεν εἶδεν ἄλλους... καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[τοποθετώ]] εξαρθρωμένο [[μέλος]] στη [[θέση]] του<br /><b>5.</b> [[ασκώ]] τα [[μέλη]] του σώματος για να τά [[φέρω]] στη φυσιολογική τους [[κατάσταση]]<br /><b>6.</b> [[επαναφέρω]] στον σωστό δρόμο («ὑμεῑς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πραότητος», ΚΔ)<br /><b>7.</b> [[συμβουλεύω]]<br /><b>8.</b> [[επανορθώνω]]<br /><b>9.</b> [[θεραπεύω]] («ἠσθένησε, σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν», ΠΔ)<br /><b>10.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατηρτισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που βρίσκεται σε [[θέση]] μάχης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀρτίζω]] «[[προσαρμόζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρτι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απ</i>-[[αρτίζω]], <i>εξ</i>-[[αρτίζω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το [[ἀρτίζω]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[ἀρτέομαι]] «[[είμαι]] [[έτοιμος]]»].
|mltxt=(AM [[καταρτίζω]])<br />[[παρασκευάζω]] κάποιον δίνοντάς του τα αναγκαία εφόδια και [[ιδίως]] γνώσεις σε ορισμένο [[κλάδο]], [[εκπαιδεύω]], [[εξασκώ]] («τον κατάρτισε στα [[μαθηματικά]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολοκληρώνω]] [[κάτι]] ώστε να [[είναι]] πλήρες, [[συγκροτώ]] σε ένα οργανικό [[σύνολο]], [[οργανώνω]] (α. «κατάρτισε τον κατάλογο τών παρόντων στη [[συνέλευση]]» β. «κατάρτισε λόχο»)<br /><b>μσν.</b><br />[[χτίζω]], [[ιδρύω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ετοιμάζω]] («καταρτίζειν σφενδόνην», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διευθετώ]], τακτοποιῶ<br /><b>2.</b> [[συμφιλιώνω]]<br /><b>3.</b> [[επιδιορθώνω]], [[επισκευάζω]] («καὶ προβὰς ἐκεῑθεν εἶδεν ἄλλους... καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[τοποθετώ]] εξαρθρωμένο [[μέλος]] στη [[θέση]] του<br /><b>5.</b> [[ασκώ]] τα [[μέλη]] του σώματος για να τά [[φέρω]] στη φυσιολογική τους [[κατάσταση]]<br /><b>6.</b> [[επαναφέρω]] στον σωστό δρόμο («ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πραότητος», ΚΔ)<br /><b>7.</b> [[συμβουλεύω]]<br /><b>8.</b> [[επανορθώνω]]<br /><b>9.</b> [[θεραπεύω]] («ἠσθένησε, σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν», ΠΔ)<br /><b>10.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατηρτισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που βρίσκεται σε [[θέση]] μάχης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀρτίζω]] «[[προσαρμόζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρτι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απ</i>-[[αρτίζω]], <i>εξ</i>-[[αρτίζω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το [[ἀρτίζω]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[ἀρτέομαι]] «[[είμαι]] [[έτοιμος]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm