Anonymous

ποριστής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[πορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει («[[φύλαξ]] καὶ ποριστὴς ἀλλοτρίων χρημάτων», Ευσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που εξευρίσκει πόρους, χρηματικά [[μέσα]] («οἱ λησταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῡσι νῡν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που επιφέρει, που προξενεί [[κάτι]] («ποριστὰς ὄντας καὶ εἰσηγητὰς τῶν κακῶν τῷ δήμῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πορισταί</i><br />(στην Αθήνα) [[επιτροπή]] που διοριζόταν ειδικά για [[εξεύρεση]] έκτακτων πόρων.
|mltxt=ὁ, Α [[πορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει («[[φύλαξ]] καὶ ποριστὴς ἀλλοτρίων χρημάτων», Ευσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που εξευρίσκει πόρους, χρηματικά [[μέσα]] («οἱ λησταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῡν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που επιφέρει, που προξενεί [[κάτι]] («ποριστὰς ὄντας καὶ εἰσηγητὰς τῶν κακῶν τῷ δήμῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πορισταί</i><br />(στην Αθήνα) [[επιτροπή]] που διοριζόταν ειδικά για [[εξεύρεση]] έκτακτων πόρων.
}}
}}
{{lsm
{{lsm