3,276,318
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[πορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει («[[φύλαξ]] καὶ ποριστὴς ἀλλοτρίων χρημάτων», Ευσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που εξευρίσκει πόρους, χρηματικά [[μέσα]] («οἱ λησταὶ αὑτοὺς ποριστὰς | |mltxt=ὁ, Α [[πορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει («[[φύλαξ]] καὶ ποριστὴς ἀλλοτρίων χρημάτων», Ευσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που εξευρίσκει πόρους, χρηματικά [[μέσα]] («οἱ λησταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῡν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που επιφέρει, που προξενεί [[κάτι]] («ποριστὰς ὄντας καὶ εἰσηγητὰς τῶν κακῶν τῷ δήμῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πορισταί</i><br />(στην Αθήνα) [[επιτροπή]] που διοριζόταν ειδικά για [[εξεύρεση]] έκτακτων πόρων. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |