Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγοραίος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αῑον" to "αῖον"
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -αίο (Α ἀγοραῖος, -αῑον και -ος, -α, -ον) [[ἀγορά]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αγορά]]<br /><b>2.</b> [[κοινός]], [[πρόστυχος]], [[χυδαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για αυτοκίνητα) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αγοραίο</i><br />αυτό που μισθώνεται για τη [[μεταφορά]] ανθρώπων ή εμπορευμάτων με ιδιαίτερη [[συμφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συχνάζει ή εργάζεται στην [[αγορά]] ως [[αγοραστής]] ή [[έμπορος]] (<b>Ξεν.</b> <i>Ελληνικά</i> 6, 2, 23. <b>Αριστοτ.</b> <i>Πολ</i>. 4, 3, 2. 4, 4. 6, 4)<br />στη [[σημασία]] αυτή, όποιος γενικά γνωρίζει την [[αγορά]], ο [[έμπειρος]] στις δοσοληψίες και συναλλαγές<br />[[συνήθως]] όμως με μειωτική [[σημασία]], ο [[ταπεινός]], ο [[αγενής]], ο [[κακός]], ο [[πρόστυχος]] (<b>Αριστοφ.</b> <i>Ιππής</i> 218), ο [[πανούργος]] (Αριοτοφ. <i>Βάτραχοι</i> 1.015), ο [[φαύλος]] (<b>Πλάτ.</b> [[Πρωταγόρας]] 347c), ο [[ποταπός]] και [[αμόρφωτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιφέρεται στην [[αγορά]] [[χωρίς]] να έχει δουλειά και που [[συχνά]] προσφέρει με [[αμοιβή]] τις υπηρεσίες του στην [[εκτέλεση]] οποιασδήποτε κακής πράξης, ο [[αγύρτης]] και [[αργόσχολος]] (πρβλ. λατιν. <i>circumforaneus</i> και <i>subrostrani</i>)<br /><b>3.</b> <i>ἀγοραῖος [[ἀνήρ]]<br />ο [[πολιτικός]] [[ρήτορας]] (<b>Πλούτ.</b> <i>Περικλής</i> 11), ο [[έμπειρος]] και [[σοβαρός]] [[ρήτορας]], [[αλλά]] [[συχνά]] και με μειωτική [[σημασία]] ο [[κατώτερος]] [[ρήτορας]], ο [[δικολάβος]], αυτός που απευθύνεται σε όχλο, σε φαύλους, ποταπούς ή αμόρφωτους ανθρώπους<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ ἀγοραῑα</i><br />α) οι συναλλαγές που γίνονται στην [[αγορά]], οι συμφωνίες που κλείνουν [[μεταξύ]] τους οι εμπορευόμενοι και γενικότερα οι συναλλασσόμενοι (Πλατ. <i>Πολιτεία</i> 4, 425c)<br />β) οι νόμοι, οι οποίοι προβλέπουν τα αγορανομικά [[τέλη]] (<b>Πλάτ.</b> <i>Πολιτεία</i> 425d)<br /><b>5.</b> <i>ἀγοραῑα σκώμματα</i><br />τα πειράγματα (<b>Αριστοφ.</b> <i>Ειρήνη</i> 750)<br /><b>6.</b> <i>ἀγοραία [[φιλία]]<br />η εμπορική [[σχέση]] που βασίζεται στην άμεση [[συναλλαγή]], σε [[αντίθεση]] με [[εκείνη]] που προβλέπει προθεσμίες και βασίζεται στη [[σύναψη]] συμβολαίου (<b>Αριστοτ.</b> <i>Ηθικά Νικομάχεια</i> 8, 15)<br /><b>7.</b> <i>ἀγοραῖος</i> (εννοεί [[ἡμέρα]])<br />η δικάσιμη [[ημέρα]] (<b>Στράβ.</b> 629)<br /><b>8.</b> <i>ἀγοραῖος</i> (εννοεί [[νους]])<br />ο [[αμαθής]], ο [[απαίδευτος]]<br /><b>9.</b> το αρσ. και θηλ. στον πληθ. ως [[προσωνυμία]] ορισμένων θεών (<b>βλ. λ.</b> <i>Αγοραίοι</i>)<br /><b>10.</b> στις μυκηναϊκές πινακίδες της Κνωσού (KNCo 903, 904, 906, 907, 909, 910) η [[λέξη]] βρέθηκε σε [[κείμενα]] που καταγράφουν διάφορα ζώα (κριούς, αίγες, χοίρους, βόδια)<br />προηγείται [[πάντα]] το όνομα του τόπου και ακολουθεί το [[επίθετο]] αυτό στην ονομαστική πληθυντικού (<i>a</i>-<i>ko</i>-<i>ra</i>-<i>ja</i>), για να προσδιορίσει τα ζώα της μάντρας σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα άγρια.
|mltxt=-αία, -αίο (Α ἀγοραῖος, -αῖον και -ος, -α, -ον) [[ἀγορά]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αγορά]]<br /><b>2.</b> [[κοινός]], [[πρόστυχος]], [[χυδαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για αυτοκίνητα) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αγοραίο</i><br />αυτό που μισθώνεται για τη [[μεταφορά]] ανθρώπων ή εμπορευμάτων με ιδιαίτερη [[συμφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συχνάζει ή εργάζεται στην [[αγορά]] ως [[αγοραστής]] ή [[έμπορος]] (<b>Ξεν.</b> <i>Ελληνικά</i> 6, 2, 23. <b>Αριστοτ.</b> <i>Πολ</i>. 4, 3, 2. 4, 4. 6, 4)<br />στη [[σημασία]] αυτή, όποιος γενικά γνωρίζει την [[αγορά]], ο [[έμπειρος]] στις δοσοληψίες και συναλλαγές<br />[[συνήθως]] όμως με μειωτική [[σημασία]], ο [[ταπεινός]], ο [[αγενής]], ο [[κακός]], ο [[πρόστυχος]] (<b>Αριστοφ.</b> <i>Ιππής</i> 218), ο [[πανούργος]] (Αριοτοφ. <i>Βάτραχοι</i> 1.015), ο [[φαύλος]] (<b>Πλάτ.</b> [[Πρωταγόρας]] 347c), ο [[ποταπός]] και [[αμόρφωτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιφέρεται στην [[αγορά]] [[χωρίς]] να έχει δουλειά και που [[συχνά]] προσφέρει με [[αμοιβή]] τις υπηρεσίες του στην [[εκτέλεση]] οποιασδήποτε κακής πράξης, ο [[αγύρτης]] και [[αργόσχολος]] (πρβλ. λατιν. <i>circumforaneus</i> και <i>subrostrani</i>)<br /><b>3.</b> <i>ἀγοραῖος [[ἀνήρ]]<br />ο [[πολιτικός]] [[ρήτορας]] (<b>Πλούτ.</b> <i>Περικλής</i> 11), ο [[έμπειρος]] και [[σοβαρός]] [[ρήτορας]], [[αλλά]] [[συχνά]] και με μειωτική [[σημασία]] ο [[κατώτερος]] [[ρήτορας]], ο [[δικολάβος]], αυτός που απευθύνεται σε όχλο, σε φαύλους, ποταπούς ή αμόρφωτους ανθρώπους<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ ἀγοραῑα</i><br />α) οι συναλλαγές που γίνονται στην [[αγορά]], οι συμφωνίες που κλείνουν [[μεταξύ]] τους οι εμπορευόμενοι και γενικότερα οι συναλλασσόμενοι (Πλατ. <i>Πολιτεία</i> 4, 425c)<br />β) οι νόμοι, οι οποίοι προβλέπουν τα αγορανομικά [[τέλη]] (<b>Πλάτ.</b> <i>Πολιτεία</i> 425d)<br /><b>5.</b> <i>ἀγοραῑα σκώμματα</i><br />τα πειράγματα (<b>Αριστοφ.</b> <i>Ειρήνη</i> 750)<br /><b>6.</b> <i>ἀγοραία [[φιλία]]<br />η εμπορική [[σχέση]] που βασίζεται στην άμεση [[συναλλαγή]], σε [[αντίθεση]] με [[εκείνη]] που προβλέπει προθεσμίες και βασίζεται στη [[σύναψη]] συμβολαίου (<b>Αριστοτ.</b> <i>Ηθικά Νικομάχεια</i> 8, 15)<br /><b>7.</b> <i>ἀγοραῖος</i> (εννοεί [[ἡμέρα]])<br />η δικάσιμη [[ημέρα]] (<b>Στράβ.</b> 629)<br /><b>8.</b> <i>ἀγοραῖος</i> (εννοεί [[νους]])<br />ο [[αμαθής]], ο [[απαίδευτος]]<br /><b>9.</b> το αρσ. και θηλ. στον πληθ. ως [[προσωνυμία]] ορισμένων θεών (<b>βλ. λ.</b> <i>Αγοραίοι</i>)<br /><b>10.</b> στις μυκηναϊκές πινακίδες της Κνωσού (KNCo 903, 904, 906, 907, 909, 910) η [[λέξη]] βρέθηκε σε [[κείμενα]] που καταγράφουν διάφορα ζώα (κριούς, αίγες, χοίρους, βόδια)<br />προηγείται [[πάντα]] το όνομα του τόπου και ακολουθεί το [[επίθετο]] αυτό στην ονομαστική πληθυντικού (<i>a</i>-<i>ko</i>-<i>ra</i>-<i>ja</i>), για να προσδιορίσει τα ζώα της μάντρας σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα άγρια.
}}
}}