3,276,932
edits
m (Text replacement - "αῑαι" to "αῖαι") |
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -ον, θηλ. και -αίη, Α [[πέτρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[πέτρα]], στον βράχο (α. «σκιὴ [[πετραία]]», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἠχὼ [[πετραία]]», Κωμ. Αδ.)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ζει στις πέτρες, στους βράχους (α. «Σκύλλην πετραίην», <b>Ομ. Οδ.</b> β. «[[ὄρνις]] πετραῖος», <b>Αισχύλ.</b> γ. «Νύμφαι πετραῖαι», <b>Ευρ.</b><br />δ. «[[συκῆ]] πετραίη», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πέτρινος]] (α. «[[τάφος]] πετραῖος», <b>Σοφ.</b><br />β. «πετραίαν στέγην», <b>Ευρ.</b><br />γ. | |mltxt=-αία, -ον, θηλ. και -αίη, Α [[πέτρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[πέτρα]], στον βράχο (α. «σκιὴ [[πετραία]]», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἠχὼ [[πετραία]]», Κωμ. Αδ.)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ζει στις πέτρες, στους βράχους (α. «Σκύλλην πετραίην», <b>Ομ. Οδ.</b> β. «[[ὄρνις]] πετραῖος», <b>Αισχύλ.</b> γ. «Νύμφαι πετραῖαι», <b>Ευρ.</b><br />δ. «[[συκῆ]] πετραίη», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πέτρινος]] (α. «[[τάφος]] πετραῖος», <b>Σοφ.</b><br />β. «πετραίαν στέγην», <b>Ευρ.</b><br />γ. «πετραῖα ἄντρα», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> (για τόπους) [[βραχώδης]], [[πετρώδης]] («[[πετραία]] Σκύρος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Πετραῖος</i><br />[[προσωνυμία]] του Ποσειδώνος στη [[Θεσσαλία]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πετραία]]<br />η [[κάππαρη]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ πετραῖον</i><br />α) το [[φυτό]] [[ασπάραγος]]<br />β) το [[φυτό]] [[πετροσέλινο]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πετραῖα</i><br />τα πετρόψαρα. | ||
}} | }} |