Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερεύθω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "αῑα" to "αῖα"
(14)
 
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρεύθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ερυθρό, το [[κοκκινίζω]], το [[χρωματίζω]] κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῑαν ἐρεύθων» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ερυθρός]], [[κοκκινωπός]], [[κοκκινίζω]] («τὸ [[πρόσωπον]] ἐρεύθει», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί ακριβώς [[προς]] το αρχ. ισλ. <i>rj</i><i>ō</i><i>da</i> «[[ματώνω]]», αρχ. αγγλ. <i>r</i><i>ē</i><i>odan</i> «[[χρωματίζω]], [[βάφω]] [[κάτι]] κόκκινο» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>reudh</i>- «[[κόκκινος]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται και το μεταρρηματικό [[έρευθος]], που αντιστοιχεί [[προς]] το λατ. <i>r</i><i>ō</i><i>bur</i> «[[δρυς]], το σκληρό σκούρο εσωτερικό [[ξύλο]] ορισμένων δένδρων»].
|mltxt=[[ἐρεύθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ερυθρό, το [[κοκκινίζω]], το [[χρωματίζω]] κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ερυθρός]], [[κοκκινωπός]], [[κοκκινίζω]] («τὸ [[πρόσωπον]] ἐρεύθει», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί ακριβώς [[προς]] το αρχ. ισλ. <i>rj</i><i>ō</i><i>da</i> «[[ματώνω]]», αρχ. αγγλ. <i>r</i><i>ē</i><i>odan</i> «[[χρωματίζω]], [[βάφω]] [[κάτι]] κόκκινο» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>reudh</i>- «[[κόκκινος]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται και το μεταρρηματικό [[έρευθος]], που αντιστοιχεί [[προς]] το λατ. <i>r</i><i>ō</i><i>bur</i> «[[δρυς]], το σκληρό σκούρο εσωτερικό [[ξύλο]] ορισμένων δένδρων»].
}}
}}