Anonymous

σίττυβα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ"
(37)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σιττύβη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ο τ. [[σιττύβη]]) ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>[[Πολυδ]].</b>) «[[ἔνδυμα]] δερμάτινο, [[γούνα]]»<br /><b>2.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>αἱ [[σιττύβαι]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «δερμάτιναι στολαί<br />τὰ μικρὰ ἱμαντάρια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] εμφανίζει διπλό [[σύμφωνο]] (-<i>ττ</i>-) και [[επίθημα]] -<i>βος</i>, τα οποία απαντούν και σε άλλους τ. του καθημερινού λεξιλογίου. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τον νεοελλ. διαλεκτικό τ. [[σίτα]] / [[σίττα]], που χρησιμοποιείται για την [[ονομασία]] της κατσίκας, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για λ. πελασγικής προέλευσης].
|mltxt=και [[σιττύβη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ο τ. [[σιττύβη]]) ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Πολυδ.</b>) «[[ἔνδυμα]] δερμάτινο, [[γούνα]]»<br /><b>2.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>αἱ [[σιττύβαι]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «δερμάτιναι στολαί<br />τὰ μικρὰ ἱμαντάρια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] εμφανίζει διπλό [[σύμφωνο]] (-<i>ττ</i>-) και [[επίθημα]] -<i>βος</i>, τα οποία απαντούν και σε άλλους τ. του καθημερινού λεξιλογίου. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τον νεοελλ. διαλεκτικό τ. [[σίτα]] / [[σίττα]], που χρησιμοποιείται για την [[ονομασία]] της κατσίκας, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για λ. πελασγικής προέλευσης].
}}
}}