Anonymous

έφεση: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἔφεσις]])<br />[[επιθυμία]] για [[απόκτηση]], [[πόθος]], [[προθυμία]] για [[κάτι]], [[διάθεση]], [[ροπή]] [[προς]] [[κάτι]] (α. «[[έφεση]] για [[μάθηση]]» β. «ἐλπίδων καὶ δόξης τῆς αληθοῡς περὶ τὸ [[ἄριστον]] [[ἔφεσις]] [[τρίτον]] ἕτερον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ένδικο [[μέσο]] [[εναντίον]] δικαστικής αποφάσεως, με το οποίο ζητείται η επανεξέταση της υποθέσεως από ανώτερο δικαστήριο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[μεταβίβαση]] μιας υποθέσεως από ένα δικαστήριο σε [[άλλο]] ανώτερο («[[ἔφεσις]] δὲ ἐστιν, [[ὅταν]] τις ἀπὸ διαιτητῶν ἤ αρχόντων ἤ δημοτών ἐπὶ δικαστὴν ἐφῇ, ή ἀπὸ [[βουλῆς]] ἐπὶ δῆμον, ἤ ἀπὸ δῆμον ἐπὶ [[δικαστήριον]], ἤ ἀπὸ δικαστῶν ἐπὶ ξενικὸν [[δικαστήριον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ρίψη]], το [[ρίξιμο]], η [[εκτόξευση]], το να ρίχνει [[κάτι]] [[κάποιος]] [[εναντίον]] ενός άλλου («ἡ τοῖς βέλεσιν [[ἔφεσις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[άδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εφίημι]], δηλ. <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> θ. <i>ἑσ</i>- (πρβλ. προστ. αορ. β' προσ. <i>ἕς</i>)].
|mltxt=η (ΑΜ [[ἔφεσις]])<br />[[επιθυμία]] για [[απόκτηση]], [[πόθος]], [[προθυμία]] για [[κάτι]], [[διάθεση]], [[ροπή]] [[προς]] [[κάτι]] (α. «[[έφεση]] για [[μάθηση]]» β. «ἐλπίδων καὶ δόξης τῆς αληθοῡς περὶ τὸ [[ἄριστον]] [[ἔφεσις]] [[τρίτον]] ἕτερον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ένδικο [[μέσο]] [[εναντίον]] δικαστικής αποφάσεως, με το οποίο ζητείται η επανεξέταση της υποθέσεως από ανώτερο δικαστήριο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[μεταβίβαση]] μιας υποθέσεως από ένα δικαστήριο σε [[άλλο]] ανώτερο («[[ἔφεσις]] δὲ ἐστιν, [[ὅταν]] τις ἀπὸ διαιτητῶν ἤ αρχόντων ἤ δημοτών ἐπὶ δικαστὴν ἐφῇ, ή ἀπὸ [[βουλῆς]] ἐπὶ δῆμον, ἤ ἀπὸ δῆμον ἐπὶ [[δικαστήριον]], ἤ ἀπὸ δικαστῶν ἐπὶ ξενικὸν [[δικαστήριον]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ρίψη]], το [[ρίξιμο]], η [[εκτόξευση]], το να ρίχνει [[κάτι]] [[κάποιος]] [[εναντίον]] ενός άλλου («ἡ τοῖς βέλεσιν [[ἔφεσις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[άδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εφίημι]], δηλ. <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> θ. <i>ἑσ</i>- (πρβλ. προστ. αορ. β' προσ. <i>ἕς</i>)].
}}
}}