Anonymous

προπερισπάω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προπερισπάω''': θέτω περισπωμένην ἐπὶ τῆς παραληγούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 21, κλπ.· ῥημ. ἐπίθ. [[περισπαστέον]], δεῖ προπερισπᾶν, ὁ αὐτ. εἰς Εἰρ. 1, κτλ.· ― προπερισπώμενον, τό, [[λέξις]] ἔχουσα περισπωμένην ἐν τῇ παραληγούσῃ, ἐπίρρ. προπερισπωμένως, [[μετὰ]] περισπωμένης ἐπὶ τῆς παραληγούσης, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1655, κτλ.
|lstext='''προπερισπάω''': θέτω περισπωμένην ἐπὶ τῆς παραληγούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 21, κλπ.· ῥημ. ἐπίθ. [[περισπαστέον]], δεῖ προπερισπᾶν, ὁ αὐτ. εἰς Εἰρ. 1, κτλ.· ― προπερισπώμενον, τό, [[λέξις]] ἔχουσα περισπωμένην ἐν τῇ παραληγούσῃ, ἐπίρρ. προπερισπωμένως, [[μετὰ]] περισπωμένης ἐπὶ τῆς παραληγούσης, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1655, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[προπερισπῶ]], [[προπερισπάω]], ΝΑ<br /><b>γραμμ.</b> [[τονίζω]] με [[περισπωμένη]] την παραλήγουσα λέξης<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. μέσ. ενεστ.) <i>προπερισπώμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που παίρνει [[περισπωμένη]] στην παραλήγουσα («προπερισπώμενη [[λέξη]]» — [[λέξη]] που τονίζεται με [[περισπωμένη]] στην παραλήγουσα σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την περισπώμενη, η οποία παίρνει [[περισπωμένη]] στη [[λήγουσα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προπερισπώμενον</i><br />[[λέξη]] που τονίζεται με [[περισπωμένη]] στην παραλήγουσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>περισπῶ</i> «[[τονίζω]] με [[περισπωμένη]]»].
}}
}}