Anonymous

θοινάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θοινάω''': [[τρώγω]], εὐωχοῦμαι, δελφῖνες ἐθοίνων ἰχθῦς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 212. ΙΙ. ἑστιῶ, «φιλεύω», φίλους Εὐρ. ἐν Ἴωνι 982· τὸ [[δεῖπνον]], τὸ μιν [[ἐκεῖνος]] σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐθοίνησε (διάφ. γραφ. -ισε), τὸ [[δεῖπνον]] εἰς τὸ ὁποῖον ἐφίλευσεν αὐτὸν μὲ τὰς σάρκας τοῦ τέκνου του, Ἡρόδ. 1. 129. 2) συχνότερον ἐν τῷ Μέσ. καὶ Παθ.: μέλλ. -άσομαι, Εὐρ. Ἠλ. 836, Κύκλ. 377, -ήσομαι (ἐκ-) Αἰσχύλ. Πρ. 1045: ἀόρ. ἐθοινήθην (ἴδε κατωτ.)· ἀλλ’ -ησάμην, Νόνν. Δ. 5. 331, Ἀνθ. Π. 9 244: πρκμ. ταθοίνᾱμαι (ἴδε κατωτ.)· α) ἀπολ., ἑστιῶμαι, εὐωχοῦμαι, [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἐς δ’ αὐτοὺς [[προτέρω]] ἅγε θοινηθῆναι, τοὺς εἰσήγαγε νὰ φάγωσιν, Ὀδ. Δ. 36· παρὰ φίλοις θοινᾶσθαι Εὐρ. Ἀλκ. 542· θοινᾶσθαι [[καλῶς]] Κρατῖν Πλουτ. 1· ἴδε ἐν λ. [[πευστήριος]]. β) μετ’ αἰτ., μῶν τεθοίναται φίλους; Εὐρ. Κύκλ. 377·, [[ἅλις]] λεόντων ἐστί μοι θοινομένῳ (ἕνθα [[ὅμως]] τὸ λεόντων ἠδύνατο νὰ συναφθῇ [[μετὰ]] τοῦ [[ἅλις]]) [[αὐτόθι]] 248· θοινήσατο θήρης Ἀνθ. ΙΙ. 9, 244· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ διαβρωτικοῦ ἕλκους, σάρκα θοινᾶται ποδὸς Εὐρ. (Ἀποσπ. 790), ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 22, 13.
|lstext='''θοινάω''': [[τρώγω]], εὐωχοῦμαι, δελφῖνες ἐθοίνων ἰχθῦς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 212. ΙΙ. ἑστιῶ, «φιλεύω», φίλους Εὐρ. ἐν Ἴωνι 982· τὸ [[δεῖπνον]], τὸ μιν [[ἐκεῖνος]] σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐθοίνησε (διάφ. γραφ. -ισε), τὸ [[δεῖπνον]] εἰς τὸ ὁποῖον ἐφίλευσεν αὐτὸν μὲ τὰς σάρκας τοῦ τέκνου του, Ἡρόδ. 1. 129. 2) συχνότερον ἐν τῷ Μέσ. καὶ Παθ.: μέλλ. -άσομαι, Εὐρ. Ἠλ. 836, Κύκλ. 377, -ήσομαι (ἐκ-) Αἰσχύλ. Πρ. 1045: ἀόρ. ἐθοινήθην (ἴδε κατωτ.)· ἀλλ’ -ησάμην, Νόνν. Δ. 5. 331, Ἀνθ. Π. 9 244: πρκμ. ταθοίνᾱμαι (ἴδε κατωτ.)· α) ἀπολ., ἑστιῶμαι, εὐωχοῦμαι, [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἐς δ’ αὐτοὺς [[προτέρω]] ἅγε θοινηθῆναι, τοὺς εἰσήγαγε νὰ φάγωσιν, Ὀδ. Δ. 36· παρὰ φίλοις θοινᾶσθαι Εὐρ. Ἀλκ. 542· θοινᾶσθαι [[καλῶς]] Κρατῖν Πλουτ. 1· ἴδε ἐν λ. [[πευστήριος]]. β) μετ’ αἰτ., μῶν τεθοίναται φίλους; Εὐρ. Κύκλ. 377·, [[ἅλις]] λεόντων ἐστί μοι θοινομένῳ (ἕνθα [[ὅμως]] τὸ λεόντων ἠδύνατο νὰ συναφθῇ μετὰ τοῦ [[ἅλις]]) [[αὐτόθι]] 248· θοινήσατο θήρης Ἀνθ. ΙΙ. 9, 244· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ διαβρωτικοῦ ἕλκους, σάρκα θοινᾶται ποδὸς Εὐρ. (Ἀποσπ. 790), ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 22, 13.
}}
}}
{{bailly
{{bailly